tag:blogger.com,1999:blog-66847027113985082492024-03-05T11:07:29.994+02:00Λογοτεχνικές ΑπόπειρεςUnknownnoreply@blogger.comBlogger48125tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-67171717483258547102021-05-12T21:39:00.000+03:002021-05-12T21:39:11.311+03:00Δε θέλω να σου κάνω έρωτα<p>Δε θέλω να σου κάνω έρωτα</p><p>Θέλω να σου δείξω πως εννοούσα κάθε ματιά</p><p>Πως εννοούσα ό,τι είπα</p><p>Πως εννοούσα ό,τι έγραψα</p><p> Δε θέλω να σου κάνω έρωτα λοιπόν...</p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-84669882558587952552017-03-18T12:40:00.000+02:002017-03-18T12:40:16.543+02:00Αυτά που δε θα δούμε ποτέ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Κάποιες φορές σκέφτομαι αυτά που έχω κάνει, αυτά που έχω δει, τα οποία κάποιοι νεκροί, πρόσωπα περισσότερο ή λιγότερο αγαπημένα, δε θα τα μάθουν ποτέ. Πώς θα αντιδρούσαν; Τι θα 'λεγαν;<br />
<br />
Άλλοτε σκέφτομαι αυτά που, όντας νεκρός, δε θα κάνω ποτέ, αυτά που δε θα δω. Πώς θα αντιδρούσα; Τι θα 'λεγα;<br />
<br />
Μα πιο σημαντικά είναι αυτά που, παρόντες σε τούτον τον κόσμο, δε θα κάνουμε, δε θα δούμε. Πώς θα αντιδρούσαμε; Τι θα λέγαμε;</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-29287856307609296852016-11-14T19:15:00.001+02:002016-11-14T19:15:32.216+02:00Πανσέληνος<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Διαβάζεις κλισέ απόψε.<br />
Ερωτευμένοι πιασμένοι χέρι χέρι να κυνηγούν το φεγγάρι.<br />
Διαβάζεις για το πώς αισθάνονται.<br />
Διαβάζεις κι άλλα γνωστά.<br />
<br />
Μα εγώ θέλω κάτι άλλο να μάθω.<br />
Πώς αισθάνονται αυτοί που αναζητούν τον έρωτα.<br />
Αυτοί που δεν ερωτεύτηκαν ποτέ.<br />
Αυτοί που τους απέρριψαν.<br />
Αυτοί που είναι μόνοι.<br />
<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-21600657513162490012016-06-20T17:25:00.004+03:002016-06-20T17:25:58.575+03:00Ο πρόσφυγας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div dir="ltr">
Σε μια γωνία στην Πάτρα ένας πρόσφυγας καθόταν οκλαδόν, λες και είχε βαλθεί να ξεπεράσει τα αγάλματα σε ακινησία, απέναντι από ένα κατάστημα παιχνιδιών. Οι αγκώνες του ήταν χωμένοι στους μηρούς του, το σαγόνι χωμένο στις παλάμες του. Ήταν μία συνηθισμένη γωνία: φτιαγμένη από κακόγουστες πολυκατοικίες και ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια· μα είμαστε στην Πάτρα και αυτό σημαίνει πως πού και πού βλέπεις και κανένα νεοκλασικό, κάποιες φορές ανακαινισμένο, κάποιες όχι.</div>
<div dir="ltr">
<br /></div>
<div dir="ltr">
Σε αυτή τη συνηθισμένη γωνία καθόταν, λοιπόν, οκλαδόν ένας πρόσφυγας κοιτώντας έντονα μια παιδική βιτρίνα. «Τι κοιτά;» αναρωτιόμουν όσο τον πλησίαζα. Ήταν άντρας, σαφώς νεότερος από μένα, αλλά όχι και τόσο για να βλέπει με τόσο ενδιαφέρον ένα κατάστημα παιχνιδιών. Ήταν κι η ώρα τέτοια που ήταν κλειστό και δεν είχε ψυχή μέσα.</div>
<div dir="ltr">
<br /></div>
<div dir="ltr">
Κανονικά θα τον πλησίαζα διακριτικά, ελπίζοντας ότι μια γρήγορη ματιά θα αρκούσε για να καταλάβω τι έβλεπε. Μα —θες οι σκέψεις μου, θες ένας υποσυνείδητος ρατσισμός που αρνούμαι να παραδεχτώ, θες ο χαρακτήρας μου— δεν άλλαξα το βήμα μου. Συνέχισα στον ίδιο ρυθμό και γύρισα όσο πιο αδιάκριτα μπορούσα. Στο βάθος μια τηλεόραση έπαιζε κινούμενα σχέδια.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-29561072721731752912016-04-17T11:37:00.001+03:002016-04-17T11:41:43.290+03:00Η πένα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgn7K97Jc4SLV1Lm7tBJhXb8yEqsJe8iG7hDdrPv7TZhKbZcdfzb_ClvWIPzmr1E4HoBs0noLTk13RGZHi2zQ4Z7B97P5lpjmjzMPIQPoQYIRPG8LPJuN41YGvWuSCNIGBSWGLSsjJafWBS/s1600/752e33005076b49d0b758a2dd931331c_XL.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="266" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgn7K97Jc4SLV1Lm7tBJhXb8yEqsJe8iG7hDdrPv7TZhKbZcdfzb_ClvWIPzmr1E4HoBs0noLTk13RGZHi2zQ4Z7B97P5lpjmjzMPIQPoQYIRPG8LPJuN41YGvWuSCNIGBSWGLSsjJafWBS/s400/752e33005076b49d0b758a2dd931331c_XL.jpg" width="400" /></a></div>
<br />
Η πένα αιωρείται λίγο πάνω από το χαρτί. Αιωρείται αρκετή ώρα, αρκετή για να στάξει μελάνι· όχι αρκετή όμως για να αποφασίσει να ακουμπήσει το χαρτί. Μένει εκεί όχι γιατί δεν έχει ιδέες, όχι γιατί δεν έχει συναισθήματα· μα γιατί δεν ξέρει πώς να τα εκφράσει.<br />
<div>
<br /></div>
<div>
Υπάρχουν στιγμές που τρέχει. Χορεύει στο χαρτί στους ρυθμούς των λέξεων και σταματά μόνο για να βυθιστεί στο μελάνι. Κι έπειτα πάλι από την αρχή χορός ασταμάτητος. Δεν παίρνει ανάσα. Αλλά ο χορός είναι συνηθισμένος, τετριμμένος, δίχως ίχνος πρωτοτυπίας.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Κάποιες φορές, λίγες είναι η αλήθεια, μένει ώρα πολλή ακίνητη, ακουμπισμένη στο μελανοδοχείο, μέχρι να χορέψει παθιασμένα χορούς πρωτότυπους, που πρώτη φορά έχει χορέψει πένα πάνω σε χαρτί.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Μα σήμερα είναι διαφορετικά. Ούτε χορεύει χορούς συνηθισμένους ούτε χορεύει χορούς πρωτότυπους. Στέκεται ακίνητη, λίγο πάνω από το χαρτί και παλεύει. Το μελάνι στάζει, αλλά αυτή δε σαλεύει. Παλεύει να κάνει λέξεις αυτό που αισθάνεται, παλεύει να μην είναι μόνο πρωτότυπο μα κυρίως να είναι αληθινό, πιστό στα συναισθήματά της. Παλεύει να πάψει να είναι μια συνηθισμένη πένα, να γίνει κάτι άλλο, κάτι καλύτερο, να γίνει όπως αυτά που νιώθει το χέρι που την κρατά για την κοπέλα στο απέναντι μπαλκόνι.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-18128421605759349902016-03-15T14:31:00.000+02:002016-03-15T14:31:22.259+02:00Σαράντα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Σαράντα. Ο μεγάλος μου γιος είναι δεκατριών και προσπαθώ να θυμηθώ πώς ένιωθα εγώ για τα σαράντα τότε στα δεκατρία. Μου φάνταζε κατόρθωμα! Σίγουρα πίστευα ότι θα ήμουν γέρος. Μια μικρή μου φίλη με φωνάζει: «Παππού!». Μα να, είμαι εδώ πιο γερός από ποτέ. Όσο και αν κάποιες άσπρες τρίχες, δυσδιάκριτες ακόμα, ισχυρίζονται άλλα...<br />
<br />
Σαράντα και νιώθω πως ακόμα είμαι στην αρχή. Κάποιες φορές. Κάποιες αναρωτιέμαι για τον δρόμο που έχω πάρει. Δεν ξέρω αν μετανιώνω για λάθη που έκανα. Δεν ξέρω αν έχω το θάρρος να τα δω. Μα ονειρεύομαι ακόμα. Όχι σαν παιδί. Τα όνειρα πλέον είναι προσγειωμένα, εφικτά, ώριμα.<br />
<br />
Ας είναι καλά η πείρα. Αυτό απολαμβάνω περισσότερο. Δεν πνίγομαι με το καθετί. Και το καινούριο δεν είναι και τόσο καινούριο πια· το συνήθισα. Ξέρω ότι θα το κατακτήσω, ότι θα γίνει κι αυτό παλιό.<br />
<br />
Μα όση πείρα κι αν έχεις, φοβάσαι. Φόβοι που δεν έχεις όταν είσαι δεκατριών· μα έχεις σαν είσαι σαράντα. Φόβοι που δεν μπορείς να τους δείξεις στον δεκατριάχρονο. Κάποιες φορές η λέξη πατέρας είναι περισσότερο θηλιά παρά δύναμη. Και ο δεκατριάχρονος γιος σου δεν μπορεί να το καταλάβει. Ίσως σε μερικά χρόνια. Ίσως ποτέ...<br />
<br />
Τι σημαίνει τελικά πάτησα τα σαράντα; Μια ευκαιρία για αναδρομή στη ζωή σου; Εδώ δεν προλαβαίνω την καθημερινή ρουτίνα... πιθανότατα δε σημαίνει τίποτα. Ένα άλλο αυθαίρετο αριθμητικό ορόσημο μάλλον. Όποιο νόημα και να δώσω εξαρτάται από μένα και τις επιλογές μου. Μου εύχομαι, λοιπόν, κάποια από τα όνειρά μου να πραγματοποιηθούν ή τουλάχιστον να υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος αν δε συμβεί. Και περιμένω το απρόοπτο...</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-75123395125952181872016-03-07T19:52:00.001+02:002016-03-07T19:52:21.543+02:00Η πλατεία<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Στη γειτονιά που μεγάλωσα υπάρχει μια πλατεία μικρή, εκεί που θα έπρεπε κανονικά να υπάρχει πολυκατοικία. Γωνιακό οικόπεδο, φιλέτο αναξιοποίητο την εποχή που όλοι έχτιζαν. Για λόγους ανεξήγητους έγινε πλατεία. Κούνιες, γύρω γύρω όλοι, ημικυκλικό μονόζυγο, τέσσερα παγκάκια περιμετρικά, κάποια δέντρα και η καθιερωμένη τότε γούρνα που έτρεχε ασταμάτητα νερό. Γέμισε αμέσως παιδιά. Ήταν το στέκι μας.<div>
<br /></div>
<div>
Τα χρόνια πέρασαν, κι αν και ερήμωσε, στέκει ακόμα. Κάποιοι έφηβοι κάποιες φορές μαζεύονται· μα κι αυτοί φαίνονται παράταιροι. Στην πραγματικότητα ακόμα και τότε είναι άδεια. Και διαφορετική. Χορτάριασε, κάτι ακατόρθωτο στην εποχή μου, αφού όλο μπάλα παίζαμε. Πού να αφήσουμε χόρτο ήσυχο! Οι κούνιες ήταν το παραμυθένιο τέρμα μας, ενώ το μονόζυγο και το γύρω γύρω όλοι ούτε που μας ενοχλούσαν.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Μα ο καιρός περνά, τα πράγματα αλλάζουν. Τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει από τον χρόνο. Χρόνια μετά περπάτησα ξανά μέσα στην πλατεία. Είναι παράξενο πώς, ενώ μεγαλώνεις, τα πράγματα γύρω σου μικραίνουν. Πώς το τεράστιο γήπεδο, μου φάνηκε μια πλατεία μικρή που μπορούσα να τη διασχίσω με δυο δρασκελιές. Πώς δε χρειαζόταν πια να τεντώσω το χέρι μου για να φτάσω το οριζόντιο δοκάρι. Πώς το μονόζυγο που πάντα το φοβόμουν το πέρναγα σε μπόι.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Κάθε βήμα, μια ανάμνηση. Κάθε βήμα και ζούσα πάλι το παρελθόν. Το καλύτερο γκολ που είχα βάλει, τα γυαλένια, έναν καλό τσακωμό του αδερφού μου, έναν γείτονα να περνά σαν πίθηκος τις καμάρες που περιστοιχίζουν την πλατεία. Πολλά. Πράγματα που έχουν αξία μόνο για μένα. Πράγματα που φανερώνονταν μόνο σε μένα με κάθε βήμα.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Είναι εύκολο να παρασυρθείς από τις μνήμες σου. Να πιστέψεις ότι είναι πιο σπουδαίες από ό,τι είναι, να πιστέψεις ότι είσαι καλύτερος από τους νεώτερους. Είναι μόνο αναμνήσεις. Τίποτε άλλο. Αν είσαι τυχερός, θα έχεις μια πλατεία μικρή να τις περπατήσεις πάλι. Αν είσαι άτυχος, όχι.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Κάπου εκεί βγήκα έξω. Περίμενα τη γυναίκα μου για να πάμε για ψώνια και είχα σταθεί να τη δω να ξεπροβάλλει από το βάθος. Μα μου την έφερε για ακόμα μια φορά. Ήρθε από τον πίσω δρόμο γελώντας που την αναζητούσα αλλού. Χαλάλι της. Σημασία έχει ότι ήρθε για να φτιάξουμε μαζί νέες αναμνήσεις.</div>
<div>
<br /></div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-70992257518324681002015-12-30T13:26:00.003+02:002015-12-30T13:26:40.682+02:00Πρωτοχρονιάτικο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Πήγαινα στη Δευτέρα δημοτικού όταν ανακάλυψα πως δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης. Αφορμή στάθηκαν οι διαμαρτυρίες του συμμαθητή μου του Κωνσταντίνου, όταν η δασκάλα μάς έβαλε να γράψουμε γράμμα στον άγιο για να ζητήσουμε το δώρο μας:
<ul style="text-align: left;">
<li>Και πώς γίνεται να πετάνε οι τάρανδοι; </li>
<li>Εμένα μου το είπε ο μπαμπάς μου ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης και οι γονείς δε λένε ψέματα!</li>
<li>Και πώς προλαβαίνει και πηγαίνει σε όλα τα παιδιά του κόσμου το ίδιο βράδυ; Αυτά είναι παραμύθια!
</li>
</ul>
<br />
Εκείνο το μεσημέρι γύρισα σπίτι προβληματισμένη. Κάτι τα επιχειρήματα του Κωνσταντίνου (ειδικά αυτό με τους τάρανδους με τάραξε πολύ) κάτι η απάντηση της δασκάλας (εντάξει, Κωνσταντίνε, εσύ να πιστεύεις όσα σου είπε ο μπαμπάς σου και οι άλλοι ας πιστεύουν τους δικούς τους γονείς), με είχαν βάλει σε σκέψεις. Η μαμά με διαβεβαίωσε πως όσα έλεγε ο συμμαθητής μου ήταν ανοησίες. Ο Άγιος Βασίλης υπήρχε και θα μου το αποδείκνυε!
<br />
<br />
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς αφήσαμε ένα μελομακάρονο πάνω στο τζάκι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, όπως κάναμε κάθε χρόνο. Ήταν κέρασμα για τον Αϊ-Βασίλη. «Να δεις που ο άγιος θα το φάει και φέτος» είπε η μαμά. «Και ξέρεις κάτι; Αν έρθει πριν κοιμηθείς, μπορεί να ακούσεις το καμπανάκι που χτυπάει απ’ το έλκηθρό του.» Αυτό ήταν! Αποφάσισα να μείνω ξύπνια όσο χρειαζόταν και να περιμένω τον Αϊ-Βασίλη. Κι ήμουν τυχερή, γιατί δεν πέρασε πολλή ώρα και άκουσα το καμπανάκι! Πετάχτηκα από το κρεβάτι κι έτρεξα στο σαλόνι. Βρήκα τη μαμά μπροστά στο τζάκι να κοιτάζει μέσα στην καμινάδα. «Κρίμα! Για λίγο δεν τον πρόλαβες! Να, βλέπεις; Έφαγε και το μελομακάρονο!» μου είπε κι έδειξε το άδειο πιατέλο. Πλησίασα στο τζάκι μήπως μπορέσω να δω έστω την μπότα του.<br />
- Αχ, όχι! φώναξα. Το μελομακάρονο του έπεσε στη φωτιά!
<br />
<br />
Την επομένη πήγαμε με τη μαμά και τον μπαμπά επίσκεψη στη γειτόνισσα, την κυρία Βάσω, να της ευχηθούμε για την ονομαστική της εορτή. Πήρα επίτηδες μαζί μου την κούκλα που μου είχε φέρει ο Άγιος Βασίλης, ίδια κι απαράλλαχτη μ’ αυτή που είχα ζητήσει στο γράμμα. Ήξερα ότι θα ερχόταν κι ο Κωνσταντίνος, γιατί η κυρία Βάσω ήταν γιαγιά του. Κάθισα, λοιπόν, δίπλα στη μαμά, έφαγα την καρυδόπιτα που με κεράσανε και περίμενα τη στιγμή που θα του έδειχνα θριαμβευτικά την κούκλα μου και θα του έλεγα: «Πώς γίνεται, κύριε έξυπνε, τα δώρα να τα φέρνουν οι γονείς, αφού εμείς το γράμμα το γράψαμε κρυφά στο σχολείο; Κι αν θες να ξέρεις, άκουσα το καμπανάκι του Αϊ-Βασίλη όταν ήρθε!».
<br />
<br />
Κάποια στιγμή, ο Κωνσταντίνος εμφανίστηκε ντυμένος όπως ο μπαμπάς του, με καφέ παντελονάκι και πράσινο πουλόβερ. Σηκώθηκα από τη θέση μου, χαμογέλασα και κατευθύνθηκα προς το μέρος του. Δεν είχα προλάβει να φτάσω στη μέση της σάλας, όταν άκουσα τον μπαμπά του να λέει στον δικό μου:<br />
- Τι έπαθες, κυρ-Αντρέα, χθες βράδυ και βάραγες την κουδούνα στο μπαλκόνι νυχτιάτικα; Έθιμο το ‘χετε στα μέρη σου;
</div>
Μαίρη Κανελλοπούλουhttp://www.blogger.com/profile/02883662489026618706noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-21354225274288647592015-09-12T19:50:00.003+03:002015-09-12T19:50:44.991+03:00Με τα μάτια του Ήφαιστου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Τη στιγμή που ο Μινώταυρος έπεφτε νεκρός από το σπαθί του Θησέα, είδα στα μάτια του, που έσβηναν, τη λύτρωση. Ο θάνατος δε θα μπορούσε να αποδειχθεί γι’ αυτόν σκληρότερος από την ίδια τη ζωή.
<br />
<br />
Τον παρακολουθούσα χρόνια. Αυτόν κι άλλους σαν κι αυτόν… κι άλλους σαν εμένα. Δεν είναι εύκολο να είμαι άσχημος και σακάτης, μόνος εγώ απ’ όλους τους θεούς. Την πίκρα μου γι’ αυτό που είμαι, για εκείνο που δεν είμαι, την κάνω θλίψη για πλάσματα περιφρονημένα... Γιατί δεν αρμόζει σ’ έναν θεό να οικτίρει τον εαυτό του.<br />
<br />
Μωρό ήταν ακόμα ο Μινώταυρος όταν ο Μίνωας τον έκλεισε στον λαβύρινθο, για να κρύψει την ντροπή που η γυναίκα του, η Πασιφάη, ερωτεύτηκε έναν ταύρο και ζευγάρωσε μαζί του. Δε ζήτησε ποτέ να πιει αίμα ανθρώπου· του το έμαθαν. Πρώτα μόνο αίμα κι ύστερα, καθώς μεγάλωνε, και σάρκα ανθρώπινη. Δεν είχε κάτι άλλο να φάει, τίποτε άλλο να πιει. Σιγά σιγά έγινε το τέρας που έβλεπαν όσοι τον είδαν να γεννιέται.
<br />
<br />
Άνθρωπος δεν υπήρξε που να βρήκε το κουράγιο να τα βάλει μαζί του. Αφύσικα ψηλός, μπράτσα δυνατά σαν το ατσάλι, πόδια σφιχτά και στέρεα, δύναμη ταύρου. Και δυο παχιά κέρατα, μεγάλα όσο τα χέρια του. Έφτανε να τον αντικρίσει κανείς για να παραδοθεί στο έλεός του. Πολλές φορές αρκούσε μόνο η φωνή του, αυτός ο βρυχηθμός ο βγαλμένος λες από τα έγκατα της γης.
<br />
<br />
Κι όσο πιο πεινασμένος τόσο πιο αδίστακτος, τόσο πιο ανηλεής. Το ‘ξερε αυτό ο Μίνωας. Γι’ αυτό, κάθε φορά που περίμενε τους νέους της Αθήνας, τον άφηνε μέρες πολλές χωρίς τροφή. Τον έβλεπα τότε να τριγυρνάει τρελαμένος στους διαδρόμους της φυλακής του, να χτυπάει τους τοίχους με τα κέρατά του, με τις γροθιές του, να ματώνει… Αν τα μάτια του ήταν ανθρώπινα, ίσως και να τον έβλεπα να κλαίει…
<br />
<br />
Τι ήταν, τελικά, περισσότερο; Άνθρωπος; Ζώο; Το σπαθί του Θησέα τον έκοψε ακριβώς εκεί που το κεφάλι του ταύρου έσμιγε με το ανθρώπινο κορμί.
</div>
Μαίρη Κανελλοπούλουhttp://www.blogger.com/profile/02883662489026618706noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-57386437621249184722015-08-06T21:52:00.001+03:002015-08-06T21:52:48.557+03:00Οπτική γωνία<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<b>Αγανάκτηση</b><br />
Δε μου ‘φτανε που αποκοιμήθηκα κι έτρεχα σαν τρελός να κατέβω από το τρένο, είχα και το ζευγαράκι να με καθυστερεί! Να κατεβαίνω με τη βαλίτσα στο ένα χέρι και την εφημερίδα στο άλλο κι αυτός να ανεβαίνει αργά αργά λες και μετρούσε τα σκαλοπάτια! Το τρένο να σφυρίζει, να στριμώχνομαι, να προσπαθώ να περάσω —μα δεν μπορούσε να μαζευτεί λίγο;— κι από πίσω του να ‘ρχεται η άλλη, η τρελή, που απ’ τη βιασύνη της να τον προφτάσει κόντεψε να με γκρεμίσει! Μου ‘δωσε και μια στο χέρι έτσι όπως τεντώθηκε να πιάσει το δικό του. «Σιγά, κοπέλα μου!» της φώναξα, αλλά πολύ που έδωσε σημασία! Είχε γυρίσει ο λεγάμενος και της χαμογελούσε, βλέπεις! Εμένα θα πρόσεχε;
<br />
<br />
<b>Αφήγηση</b>
<br />
Γύρισε μια στιγμή και κοίταξε πίσω του μήπως τη δει να έρχεται. Μάταια. Το τρένο σφύριζε… «Δε θα ‘ρθει» σκέφτηκε. Δεν μπορούσε να την περιμένει άλλο. Άρχισε να ανεβαίνει στο βαγόνι αργά αργά. Εφτά μήνες τώρα που ήταν μαζί ζητούσαν ευκαιρία να περάσουν μια ολόκληρη νύχτα οι δυο τους κι αυτός τα είχε όλα καταστρέψει. «Την αγαπάω… Το ξέρει ότι την αγαπάω…» έλεγε μέσα του. Ανέβαινε μηχανικά τα σκαλιά. Δίπλα του στριμωχνόταν ένας κοντός ανθρωπάκος με μια τεράστια βαλίτσα που προσπαθούσε να κατέβει. «Πού πας χωρίς εμένα, αγοράκι;» άκουσε πίσω του τη φωνή της. Ένιωσε το άγγιγμά της στο χέρι του. «Μάτια μου» είπε «ήρθες!». Γύρισε και της χαμογέλασε.
<br />
<br />
<b>Τηλεφωνικός διάλογος
</b><br />
<b>-</b> Το παράκανες, βρε Άννα μου! Είπαμε να τον «ψήσεις» λίγο, αλλά όχι να καείς κι εσύ! Ίσα που πρόλαβες ν’ ανέβεις. Άσε που κόντεψες να γκρεμίσεις και τον ανθρωπάκο!<br />
- Ποιον ανθρωπάκο, καλέ;<br />
- Τι ποιον ανθρωπάκο, παιδί μου; Δεν κατέβαινε ένας κοντός ξερακιανός από το βαγόνι εκείνη τη στιγμή; Χαμπάρι δεν πήρες; Καλά, ήσαστε πολύ αστείοι! Εσύ να τρέχεις, να πέφτεις πάνω του, αυτός να παραπατάει, κάτι να σου λέει – που αν σε έβρισε δίκιο είχε, δηλαδή – κι ο Γιάννης να σου χαμογελάει! Δε μου λες, το πίστεψε πως κόλλησες στην κίνηση;
<br />
<br />
<b>Αοριστίες</b><br />
Δεν κατάλαβα τι έγινε. Κάτι φωνές άκουσα πίσω μου και είδα δυο άντρες στριμωγμένους στα σκαλοπάτια και μια γυναίκα που ανέβαινε. Τώρα, ανέβαιναν, κατέβαιναν οι άντρες; Δεν ξέρω να σου πω. Ο ένας φώναζε κι ο άλλος μου φαίνεται χαμογελούσε. Δεν είμαι σίγουρος, μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά μου φαίνεται πως ο ένας ήταν μαζί με τη γυναίκα. Τελοσπάντων, μετά πήγα στο βαγόνι μου. Δεν είδα τι έγινε παρακάτω.
</div>
Μαίρη Κανελλοπούλουhttp://www.blogger.com/profile/02883662489026618706noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-698965972785996672015-07-26T12:22:00.001+03:002015-07-26T12:22:19.682+03:00Αληθινή Ιστορία...<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div dir="ltr">
Περίμενα τη θέση μου υπομονετικά στην τράπεζα. Ευτυχώς δεν υπήρχε η παραδοσιακή ουρά. Το νούμερο όμως που είχα στα χέρια μου ήταν πολύ μακριά ακόμα. Τουλάχιστον καθόμουν. Ξεκίνησα να διαβάζω ένα βιβλίο που έχω στο κινητό μου. Tο έχω βαρεθεί, μα σίγουρα είναι πιο απολαυστικό από την αναμονή, αλλά ο μπροστινός και η διπλανή δε με άφηναν. Αν και άγνωστοι μεταξύ τους, μιλούσαν με τρόπο που με έπειθε ότι δε θα σταματούσαν σύντομα. Σε λίγο παραδέχτηκα την ήττα μου, έκλεισα το βιβλίο και τους άκουγα...</div>
<div dir="ltr">
<br /></div>
<div dir="ltr">
Ο μπροστινός ήταν ένας ηλικιωμένος, αργότερα έμαθα ότι ήταν άνω των ογδόντα, με μπαστούνι. Κοντός για τώρα, μέτριος στο ύψος για την εποχή του, μιλούσε με φωνή άλλων καιρών. Με φωνή που απέπνεε αξιοπρέπεια αλλοτινή, παράταιρη για μας. </div>
<div dir="ltr">
<br /></div>
<div dir="ltr">
Η διπλανή ήταν πενηντάρα με μαλλί μελαχρινό που μου φαινόταν βαμμένο, όμως στην κορυφή ξεπρόβαλλε μια ανεξήγητη άσπρη τούφα. Δεν ήταν όμορφη, όπως δεν ήταν κι εκείνος, συμπεριφερόταν ράθυμα μα δεν ήταν ράθυμη. Αρχικά με μπέρδεψε η χροιά της φωνής της, φαινόταν να βαριέται τον ηλικιωμένο, αλλά έκανα λάθος.</div>
<div dir="ltr">
<br /></div>
<div dir="ltr">
Μιλούσαν, για τι άλλο παρά για τις τρέχουσες εξελίξεις. Συζήτηση δίχως ενδιαφέρον, όμως δε με άφηναν να προσέξω κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή. Ξάφνου, ακούω τον μπροστινό να λέει: <br />
"Ελπίζω να μη με παρεξηγήσετε, μόνος μου μένω, τα απογεύματα πηγαίνω στην πλατεία να δροσιστώ, αν θέλετε να κάνουμε παρέα...". Η διπλανή σιώπησε. Δεν ξέρω σε ποιον φάνηκε πιο βασανιστική η αναμονή: σε μένα ή στον ηλικιωμένο; "Μόνο τα Σαββατοκύριακα μπορώ. Τις καθημερινές είμαι στο χωριό μου"...</div>
<div dir="ltr">
<br /></div>
<div dir="ltr">
Τ' άλλα έγιναν γρήγορα ή έτσι μου φάνηκαν. Αντάλλαξαν τηλέφωνα, δεν έβρισκαν στιλό και η ως τότε ράθυμη διπλανή έφαγε τον τόπο για να βρει, χαιρετήθηκαν μόλις η γυναίκα τελείωσε με τον γκισέ και έφυγε με το ίδιο ράθυμο στιλάκι της. Κάποια στιγμή έφυγε και ο ηλικιωμένος. Κι έμεινα να αναρωτιέμαι τι θα γίνει...</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-77233064404684375332015-06-07T10:52:00.000+03:002015-06-07T10:52:12.028+03:00Χάνεσαι...<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div dir="ltr">
Σε κρατώ γερά μη φύγεις, μα χάνεσαι σιγά σιγά... μικρά —σχεδόν αόρατα— κομμάτια σου αποσπώνται, ταξιδεύουν στον ορίζοντα δίχως δυνατότητα επιστροφής. Στην αρχή δε φαίνεται διαφορά. Είσαι ίδια. Μα σιγά σιγά κάτι χάνεται... ένα μικρό κομμάτι από το φόρεμά σου εκεί αριστερά πάνω από τη μέση σου, μια μικρή τούφα από τα μαλλιά σου μπροστά από το αυτί σου, σβήνει λίγο το δεξί σου φρύδι...</div>
<div dir="ltr">
<br /></div>
<div dir="ltr">
Μετά από ώρα τα κενά είναι εμφανή. Μόνο αν εθελοτυφλείς δεν τα προσέχεις. Κι εγώ εθελοτυφλώ. Με πείθει το σφικτό άγγιγμά μου, μου λέει πως τα μάτια μου με γελούν, πως μόνο το άγγιγμα λέει την αλήθεια. </div>
<div dir="ltr">
<br /></div>
<div dir="ltr">
Μα εσύ συνεχίζεις και χάνεσαι... κι εγώ σε σφίγγω, σε σφίγγω, σε σφίγγω ολοένα και περισσότερο. Ώσπου στο τέλος χάνεται και τ' άγγιγμά σου...</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-74823130522930996892015-06-04T19:55:00.000+03:002015-06-04T19:55:05.058+03:00To λουλούδι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div dir="ltr">
Είσαι λουλούδι δίχως όνομα που περπατά ανάμεσά μας. Ανάμεσά μας και καθένας θέλει να σε μυρίσει, να σε αγγίξει, να σε γευτεί, λουλούδι δίχως όνομα, μα εσύ ξεγλιστράς για να έρθεις σε μένα. Ξεγλιστράς με τον δικό σου ανάλαφρο τρόπο, με προσοχή, μην και χαράξεις τα πέταλά σου. Πέταλα σε διάφορα χρώματα: μπλε, λευκό, κόκκινο. Μα κυρίαρχο είναι το ροζ. Το ροζ δεν είναι το χρώμα σου, το απεχθάνεσαι το ξέρω, το κίτρινο είναι αυτό που σου αρέσει· μα κυριαρχεί. Κυριαρχεί στα μάτια μου όταν σε βλέπω. Και βλέπω το πάθος σου και την αθωότητά σου συνάμα να χορεύουν αξεδιάλυτα, αχώριστα, μανιασμένα μπρος μου.</div>
<div dir="ltr">
<br /></div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-22983841440013887582015-04-16T17:52:00.000+03:002015-04-16T17:52:45.090+03:00Μαίρη<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span style="color: #383838; font-family: gotham, helvetica, arial, sans-serif; font-size: 14px; line-height: 21.9999923706055px;">Η καλύτερη στιγμή δεν είναι όταν είμαστε μαζί· είναι όταν διασχίζω τους δρόμους της πόλης και νομίζω ότι σε βλέπω. Εκείνη τη στιγμή λάμπεις όσο καμιά άλλη. Μπορεί να είμαστε τόσα χρόνια μαζί· μα ακόμα μου κόβεται η ανάσα… </span><br />
<br style="color: #383838; font-family: gotham, helvetica, arial, sans-serif; font-size: 14px; line-height: 21.9999923706055px;" /><span style="color: #383838; font-family: gotham, helvetica, arial, sans-serif; font-size: 14px; line-height: 21.9999923706055px;">Δεν είναι η χειρότερη στιγμή όταν συνειδητοποιώ ότι δεν είσαι εσύ. Όχι δεν είναι. Είμαι κατηγορηματικός! Γιατί μέσα μου ξέρω ότι σε έχω, ότι είσαι δική μου, ότι αυτό δεν αλλάζει. Αυτή η διαρκής παρουσία σου είναι που ομορφαίνει τη στιγμή. </span><br />
<br style="color: #383838; font-family: gotham, helvetica, arial, sans-serif; font-size: 14px; line-height: 21.9999923706055px;" /><span style="color: #383838; font-family: gotham, helvetica, arial, sans-serif; font-size: 14px; line-height: 21.9999923706055px;">Δε σε ζηλεύω. Όχι γιατί είμαι σίγουρος για σένα· μα γιατί είμαι σίγουρος για μένα. Δεν μπορείς να βρεις κάποιον άλλον να σε ποθήσει τόσο πολύ. </span></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-47434263653827140612014-09-15T19:43:00.000+03:002014-09-15T19:43:05.112+03:00Η Απουσία<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Το χειρότερο με την απουσία σου είναι ότι δεν μπορούσα να σε εμποδίσω να φύγεις. Από τη μια να πας κάπου που σου αρέσει —πολύ, το ξέρω αυτό πια— από την άλλη να σε ακούω, να σε βλέπω, να σε αγγίζω... κάποιες φορές αυτό το δίλημμα με σκοτώνει. Λίγες είναι η αλήθεια· μα αρκούν... δε βρίσκω άλλον τρόπο να σε νιώσω κοντά μου παρά μόνο το άγγιγμά σου, τη ματιά σου, τη φωνή σου... μα είσαι πιο μακριά από ένα άγγιγμα, από μια ματιά, από μια φωνή... το μόνο που μένει είναι οι λέξεις. Μα πώς να χωρέσεις στις λέξεις; Γρήγορα ξεχειλίζουν και χύνεσαι παντού...<br />
<div>
<br />
<div>
Οι ώρες περνούν· μα ο χρόνος μένει ακίνητος. Σαν να 'ναι μια ψευδαίσθηση η κίνηση του ήλιου, το σκοτείνιασμα του ουρανού, το τικ τακ του ρολογιού· σαν τον χρόνο να τον ορίζει η απουσία σου και η παρουσία σου. Στάσιμος και καλπάζων.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Τουλάχιστον οι λέξεις μού κράτησαν συντροφιά. Για αργότερα θα δω, δεν ξέρω...</div>
</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-35666156150861128882012-12-16T12:47:00.000+02:002012-12-16T12:47:07.620+02:00Ο άνθρωπος<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Ώρες ώρες ϕαντάζομαι τον άνθρωπο να στέκεται σε μια παραλία. Άδεια τελείως, αυτός κι αυτή μονάχα. Κι είναι μικρός, πολύ μικρός, ίσαμε τους κόκκους της άμμου. Κι όσοι οι κόκκοι τόσα και τα ερωτήματα. Όσοι οι κόκκοι τόσες κι οι αναζητήσεις. Κι αυτός μονάχος να παλεύει με έναν ή δύο. Τους άλλους να τους αγνοεί. Και να νομίζει πως ξέρει όλη την αλήθεια.
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-32098103486983332922012-12-16T12:46:00.002+02:002012-12-16T12:46:13.301+02:00Νεκρή φύση<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Πεζοδρόμιο. Δίπλα του χόρτα, ξερά και χλωρά δίχως διακρίσεις, σκυϕτά από την αδυναμία του κορμιού τους. Από την άλλη η άσϕαλτος. Στις πλάκες του πεζοδρομίου πεταλούδα με ϕτερούγες απλωμένες. Εξαίσια· μα νεκρή. Κι ας λένε τα χρώματά της άλλα.
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-32976401373938487692012-10-15T14:31:00.001+03:002012-10-15T14:31:30.141+03:00Ο πόνος<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Αργά αργά τα σκοινιά τεντώνονται. Μαζί και τα άκρα. Μοιάζει με το τέντωμα το πρωινό. Όμως η τροχαλία συνεχίζει να γυρίζει. Τα σκοινιά συνεχίζουν να τεντώνονται. Κι ο πόνος αρχίζει…
<br /><br />
Μικρός, ανεκτός, ανεπαίσθητος. Πιστεύεις ότι θα τον αντέξεις έτσι αργά που αυξάνεται. Πιστεύεις πως δεν μπορεί, κάπου θα σταματήσει. Μάταια. Οι στριγκλιές των σκοινιών επιμένουν.
<br /><br />
Κι ο πόνος αυξάνεται. Τα άκρα τεντώνονται σε όρια άγνωστα για σένα. Ο πόνος αγγίζει όρια άγνωστα για σένα…
<br /><br />
Λες: «Μα δε μπορεί. Ο Προκρούστης δεν υπάρχει. ´Η μήπως κάποιοι άλλοι πήραν τη θέση του;». Και οι στριγκλιές των σκοινιών συνεχίζουν…
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-83411678950136777942012-10-15T14:29:00.003+03:002012-10-15T14:29:57.273+03:00Έλα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Έλα! Έλα και γείρε πλάι μου. Έλα και γείρε πλάι μου δίπλα στη σπασμένη πόρτα. Στους τοίχους τους ϕθαρμένους. Στο τραπέζι το άδειο. Έλα και γείρε πλάι μου...
<br /><br />
Μη στέκεσαι, έλα! Σε περιμένουν. Το σπίτι, το δωμάτιο, το κρεβάτι... Ακόμα και τα δικά μου πράγματα, αυτά που δεν άγγιζες ποτέ, αυτά που δεν ήξερες ότι υπάρχουν, αυτά που δε θέλησες να μάθεις, σε περιμένουν. Έλα!
<br /><br />
Μην το διπλοσκέφτεσαι! Έλα! Σε περιμένω στα άσημα σοκάκια, στις άγνωστες πλατείες, στα ανύπαρκτα πεζοδρόμια, όπου βαδίσαμε ποτέ, σε περιμένω…
<br /><br />
Έλα! Ράγισε το ξύλο! Σκίσε το χώμα! Έλα!
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-18645770694075388052012-09-23T20:09:00.001+03:002012-09-23T20:09:23.125+03:00Οι αμφιβολίες<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
«Ααααααααααααα...»
<br /><br />
Ο πόνος. Ο πόνος τα παίρνει όλα. Είναι καλύτερα τότε...
<br /><br />
«Ααααααααααααα...»
<br /><br />
Είναι καλύτερα τότε... Όταν το ράμϕος μού σκίζει τα σωθικά είναι καλύτερα...
<br /><br />
«Ααααααααααααα...»
<br /><br />
Είναι καλύτερα όταν ο νους μου δεν κατακλύζεται από αμϕιβολίες για το αν άξιζε τελικά...
<br /><br />
«Ααααααααααααα...»
<br /><br />
<i>Ο Προμηθέας.</i>
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-88411456801627567762012-09-22T22:19:00.000+03:002012-09-23T20:09:40.262+03:00Η αντίσταση<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Βράχος όμοιος με τον κουβαλητή του κυλάει αργά. Χώμα, χαλίκια γλιστρούν καθώς αδέξια ο βράχος λαξεύει το έδαφος. Ο βράχος κάποιες φορές αντιστέκεται, κάποιες φορές κερδίζει. Κερδίζει κάποια μέτρα, μερικά μόνο, μέχρι ο κουβαλητής να τον σταματήσει και να συνεχίσει πάλι.
<br /><br />
Κι όλο ανεβαίνει…
<br /><br />
Στην αρχή πιο γρήγορα —το έδαφος είναι ομαλότερο εκεί χαμηλά κι η κούραση μικρότερη—, αργότερα πιο αργά, ολοένα πιο αργά…
<br /><br />
Κι όλο ανεβαίνει…
<br /><br />
Δεν είναι όμως μονάχα η κλίση και ο κάματος που επιβραδύνουν την πορεία. Είναι κι ο νους. Η τελευταία αντίσταση. Τα χείλη σφίγγονται όχι μόνο από τη δύναμη μα και για να κρύψουν το χαμόγελο.
<br /><br />
Κι όλο ανεβαίνει…
<br /><br />
Τούτο του 'μεινε μονάχα. Το ξέρει καλά. Να κουβαλήσει όσο το δυνατόν λιγοτερές φορές τον βράχο. Είναι η δική του νίκη.
<br /><br />
Κι όλο ανεβαίνει… κι όλο σφίγγει τα χείλη… μέχρι να φτάσει στην κορυφή…
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-39901317612980807922012-09-09T18:40:00.000+03:002012-09-09T18:40:12.031+03:00Εμπιστοσύνη<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Ο άνθρωπος. Δεν μπορείς να εμπιστευτείς τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος σπάνια λέει αυτό που σκέϕτεται, σπάνια λέει αυτό που αισθάνεται. Σπάνια ξέρει τι σκέϕτεται, σπάνια ξέρει τι αισθάνεται. Δεν μπορείς να εμπιστευτείς τον άνθρωπο.
<br /><br />
Μπορείς να τον γνωρίσεις, να τον συμπαθήσεις, να τον ερωτευτείς, να τον αγαπήσεις — μα δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς τον άνθρωπο.
<br /><br />
Μπορεί να ζήσει στη ϕτώχεια, απλώς να επιβιώσει, να δημιουργήσει κάτι, να πετύχει απόλυτα, να μείνει στην ιστορία — μα δεν μπορείς να εμπιστευτείς τον άνθρωπο.
<br /><br />
<i>Στιγμές πριν χτυπήσει το κουδούνι της πόρτας.</i>
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-6380657071390149212012-09-09T18:38:00.004+03:002012-09-09T18:38:36.404+03:00Αλλαγή<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Τι είναι ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος τολμά αν και ϕοβάται, ο άνθρωπος ϕοβάται και δεν τολμά.
<br /><br />
Γιατί τρομάζει; Γιατί τρομάζει αυτός που βίωσε τη χαρά της έμπνευσης, αυτός που χάρηκε τη μοναδικότητα της σκέψης του, αυτός που απόλαυσε τα χαρίσματα του νου του;
<br /><br />
Γιατί τρομάζει; Γιατί τρομάζει αυτός που ποτέ του δεν άλλαξε, αυτός που έκανε πάντα τα ίδια, αυτός που αγανακτεί με την υπάρχουσα κατάσταση;
<br /><br />
Γιατί τρομάζουν; Γιατί τρομάζει αυτός που τολμά, γιατί τρομάζει αυτός που τον βλέπει;
<br /><br />
Όλοι τρομάζουμε…
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-9109226596489699632012-09-09T18:36:00.002+03:002012-09-09T18:37:24.165+03:00Ηλικία<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Δεν είμαι εδώ για να μιλήσω με την ορμή της νιότης, δεν είμαι εδώ για να μιλήσω με τη σοϕία του γήρατος. Το πρώτο πέρασε, το δεύτερο το περιμένω. Είμαι εδώ για να μιλήσω για μένα.
<br /><br />
Πρώτον. Δε θέλω να τα αλλάξω όλα· μόνο αυτά που πρέπει.
<br /><br />
Δεύτερον. Δε θέλω να τα διατηρήσω όλα· μόνο αυτά που πρέπει.
<br /><br />
Τρίτον. Με πείσμα και με θάρρος να πράξω σύμϕωνα με αυτά που πιστεύω εγώ, όχι σύμϕωνα με αυτά που πιστεύουν οι άλλοι.
<br /><br />
Τέταρτον. Να μην παραδώσω στα παιδιά μου μονάχα έργα άλλων.
<br /><br />
Αυτό πιστεύω πως είναι το πιο σημαντικό: να ψηλαϕίσουν έργα δικά μου τα χέρια τους…
<br /><br />
<i>Ομιλία κάποιου που δεν είναι ούτε νέος ούτε γέρος.</i>
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6684702711398508249.post-61346786125891348152012-05-19T20:55:00.000+03:002012-05-19T20:55:07.144+03:00Λέξεις<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Ένα θέλω: να μη με προδώσουν οι λέξεις. Να διαλέξω αυτές που πρέπει, να τις βάλω στη σωστή σειρά. Κι αυτές που θα αφήσω απέξω να μην ανησυχούν. Θα τις διαλέξω κι αυτές σαν πρέπει, θα τις βάλω στη σωστή σειρά. Μόνο να 'ρθει η ώρα τους. Μόνο αυτό ζητάω...
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0