Το χειρότερο με την απουσία σου είναι ότι δεν μπορούσα να σε εμποδίσω να φύγεις. Από τη μια να πας κάπου που σου αρέσει —πολύ, το ξέρω αυτό πια— από την άλλη να σε ακούω, να σε βλέπω, να σε αγγίζω... κάποιες φορές αυτό το δίλημμα με σκοτώνει. Λίγες είναι η αλήθεια· μα αρκούν... δε βρίσκω άλλον τρόπο να σε νιώσω κοντά μου παρά μόνο το άγγιγμά σου, τη ματιά σου, τη φωνή σου... μα είσαι πιο μακριά από ένα άγγιγμα, από μια ματιά, από μια φωνή... το μόνο που μένει είναι οι λέξεις. Μα πώς να χωρέσεις στις λέξεις; Γρήγορα ξεχειλίζουν και χύνεσαι παντού...
Οι ώρες περνούν· μα ο χρόνος μένει ακίνητος. Σαν να 'ναι μια ψευδαίσθηση η κίνηση του ήλιου, το σκοτείνιασμα του ουρανού, το τικ τακ του ρολογιού· σαν τον χρόνο να τον ορίζει η απουσία σου και η παρουσία σου. Στάσιμος και καλπάζων.
Τουλάχιστον οι λέξεις μού κράτησαν συντροφιά. Για αργότερα θα δω, δεν ξέρω...