Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Η πένα


Η πένα αιωρείται λίγο πάνω από το χαρτί. Αιωρείται αρκετή ώρα, αρκετή για να στάξει μελάνι· όχι αρκετή όμως για να αποφασίσει να ακουμπήσει το χαρτί. Μένει εκεί όχι γιατί δεν έχει ιδέες, όχι γιατί δεν έχει συναισθήματα· μα γιατί δεν ξέρει πώς να τα εκφράσει.

Υπάρχουν στιγμές που τρέχει. Χορεύει στο χαρτί στους ρυθμούς των λέξεων και σταματά μόνο για να βυθιστεί στο μελάνι. Κι έπειτα πάλι από την αρχή χορός ασταμάτητος. Δεν παίρνει ανάσα. Αλλά ο χορός είναι συνηθισμένος, τετριμμένος, δίχως ίχνος πρωτοτυπίας.

Κάποιες φορές, λίγες είναι η αλήθεια, μένει ώρα πολλή ακίνητη, ακουμπισμένη στο μελανοδοχείο, μέχρι να χορέψει παθιασμένα χορούς πρωτότυπους, που πρώτη φορά έχει χορέψει πένα πάνω σε χαρτί.

Μα σήμερα είναι διαφορετικά. Ούτε χορεύει χορούς συνηθισμένους ούτε χορεύει χορούς πρωτότυπους. Στέκεται ακίνητη, λίγο πάνω από το χαρτί και παλεύει. Το μελάνι στάζει, αλλά αυτή δε σαλεύει. Παλεύει να κάνει λέξεις αυτό που αισθάνεται, παλεύει να μην είναι μόνο πρωτότυπο μα κυρίως να είναι αληθινό, πιστό στα συναισθήματά της. Παλεύει να πάψει να είναι μια συνηθισμένη πένα, να γίνει κάτι άλλο, κάτι καλύτερο, να γίνει όπως αυτά που νιώθει το χέρι που την κρατά για την κοπέλα στο απέναντι μπαλκόνι.