Τον πρώτο καιρό πιστεύω ότι υπάρχεις από τα λόγια της μάνας σου. Αυτή μου το ‘πε. Εγώ δε σε βλέπω. Βλέπω, ωστόσο, την κούρασή της, τους εμετούς της, το άγχος της. Ανησυχεί, φοβάται για σένα. Δεν σ’ έχει δει ακόμα, μα σε νιώθει μέσα της. Εγώ, όμως, δε βιώνω τίποτα απ’ αυτά. Μονάχα παρατηρώ τις αλλαγές στη μάνα σου.
Αργότερα μου το λέει και το σώμα της. Τη φουσκώνεις. Την αλλάζεις. Κουράζεται περισσότερο. Βαραίνει. Μα δε σε κατηγορεί. Σ’ αγαπά. Σε συγχωρεί γι’ αυτά που της κάνεις. Υπομένει το μαρτύριο της αλλαγής του σώματός της με καρτερικότητα, με αγάπη. Το ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω. Είσαι άντρας κι εσύ σαν κι εμένα και αυτά δεν τα πιάνεις. Δεν πειράζει. Θα περάσουν τα χρόνια και τότε θα δεις. Τότε θα μάθεις.
Και πάλι, όμως, εγώ δε βιώνω τίποτα. Μονάχα παρατηρώ. Μονάχα βλέπω. Για μένα ακόμα δεν υπάρχεις. Υπάρχει μόνο η μαρτυρία σου. Ώσπου μια μέρα κάτι προβάλλει. Ίσως ένα χέρι, ίσως ένα πόδι, ίσως κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Μα αυτή είναι η πρώτη επαφή που έχουμε μεταξύ μας. Εγώ κι εσύ και στη μέση η μάνα σου. Η γυναίκα μου.
Άλλοτε πάλι την κλοτσάς. Μπορεί να είσαι μικρός ακόμα, μα κλοτσάς γερά. Κάποιες φορές την πονάς. Δεν το θες –το ξέρω καλά- μα την πονάς. Κι εγώ τότε βάζω το χέρι μου για να σε ηρεμήσω. Αυτή είναι η δεύτερη επαφή μας. Πειθαρχικού χαρακτήρα. Τα κάνει κι αυτά ο πατέρας. Θα το υποστείς κι αργότερα.
Μα δεν τα έχουμε πει ακόμα μεταξύ μας. Βρίσκεται πάντα ανάμεσα η μάνα. Μας ενώνει και μας χωρίζει. Όχι όμως για πολύ ακόμα. Γιατί ο καιρός πλησιάζει που θα σ’ αγκαλιάσω. Και τότε θα τα πούμε μόνοι μας. Οι δυο μας. Σαν άντρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου