Κάθομαι. Ή μάλλον υπάρχω μέσα σ’ ένα λιβάδι από παπαρούνες –θυμάμαι πολύ καλά πόσο σου άρεσαν– καθισμένος σ’ ένα ξύλινο γραφείο. Ακόμα και τώρα η αγάπη σου για το ξύλο δεν κρύβεται. Έτσι με φαντάζεσαι. Καθιστό να σου γράφω ένα γράμμα. Ένα γράμμα που δε θα το λάβεις ποτέ. Από την άλλη, ίσως και να το λάβεις. Δεν το ξέρω. Δεν μπορώ να το ξέρω. Αυτό το γνωρίζεις μόνον εσύ. Ή θα το γνωρίζεις στο μέλλον. Εγώ απλώς σου γράφω το γράμμα. Το γράφω εδώ και μέρες. Και θα το γράφω μέχρι να τελειώσεις.
Η προηγούμενη δουλειά σού πήρε μήνες. Και τότε υπήρχα. Μα όχι εδώ. Αλλού. Ανασηκωνόμουν από το κρεβάτι με το σεντόνι να σκεπάζει κάτι από τη γύμνια μου. Στεκόμουν, όπως σου άρεσα. Μα δεν ήσουν εκεί να με θαυμάσεις. Έλειπες –είχες δουλειά το ξέρω, όσο και να σου φαίνεται παράξενο το ξέρω, το κατανοώ, είχες δουλειά, έπρεπε να τελειώσεις- και έτσι ήμουν μόνος να ποζάρω χωρίς καμιά να με θαυμάζει. Παράξενο, μου προκαλεί μια αμηχανία να στέκομαι εδώ έτσι συνέχεια, μα κατανοητό.
Μια γυναίκα κάθεται μπροστά από ένα πίνακα με παπαρούνες. Ζωγραφίζει τις λεπτομέρειες ενός άντρα που γράφει ένα γράμμα σ’ ένα ξύλινο γραφείο. Πιο πέρα ένας πίνακας με τον ίδιο άντρα σκεπασμένο μ’ ένα σεντόνι να ποζάρει καθώς ανασηκώνεται από το κρεβάτι του. Στο πάτωμα πεταμένη μια νεκρολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου