Κατεβαίναμε με ορμή τα σκαλιά. Κάποιες φορές στρίβαμε αριστερά. Κάποιες δεξιά. Όπως κι αν επιλέγαμε, μπαίναμε στην αυλή. Δύσκολα, βέβαια, θα την αποκαλούσες έτσι. Βρισκόταν στο έλεος του χρόνου, απεριποίητη, άγρια. Γονιός δε θ’ άφηνε το παιδί του να παίξει εκεί μέσα. Σκουπίδια και μπάζα συναντούσες παντού. Δέντρα ακλάδευτα τσακώνονταν με περικοκλάδες θεριεμένες κι ατίθασες και όλα μαζί σκέπαζαν τα πάντα. Όσον αφορά το ζωικό βασίλειο, πάντα έπεφτες πάνω σε μύγες, σφήκες, ενίοτε και σε ποντίκια. Τίποτε το ωραίο. Τίποτε το καλύτερο.
Αν για τους άλλους ήταν όλα αυτά, για μας ήταν ο δικός μας χώρος για ατέρμονη εξερεύνηση. Εκεί ζήσαμε όλα όσα διαβάζαμε στα βιβλία για τους μεγάλους εξερευνητές. Μαγγελάνος, Βάσκο ντε Γκάμα, Κολόμβος. Ήταν η δικιά μας αχαρτογράφητη περιοχή. Αυτό ήταν το καθήκον μας. Να γνωρίσουμε, να πατήσουμε κάθε γωνιά αυτού του άγριου τόπου. Να ανέβουμε σε κάθε δέντρο, να χωθούμε σε κάθε θάμνο, να τρυπώσουμε σε κάθε δωμάτιο του ετοιμόρροπου πατρικού της μάνας μας. Κάθε βήμα γεμάτο προσμονή για το άγνωστο. Κάθε βήμα γεμάτο χαρά για την κατάκτηση.
Και η αυλή δε τσιγκουνεύτηκε. Μας δόθηκε με πάθος. Τα δώρα της τα θυμάμαι ακόμα. Θυμάμαι, και είμαι σίγουρος πως θυμάται και ο αδελφός μου αν και δεν το κουβεντιάζουμε ποτέ, κάθε καινούρια ανακάλυψη. Θυμάμαι και τη χαρά που τη συνόδευε. Μα πιο πολύ θυμάμαι την προσμονή για τις επόμενες ανακαλύψεις. Αυτή δεν την ξέχασα ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου