Στο πατρικό μου στο υπόγειο υπάρχει μια αποθήκη. Δυο δωμάτια είναι, ένα μεγάλο τετράγωνο και ένα πολύ μικρότερο ορθογώνιο. Ολόγυρα άσπροι τοίχοι με μια λευκή ξύλινη πόρτα να τα χωρίζει. Εκεί σύχναζα με τον αδερφό μου. Κατεβαίναμε πολλές φορές και ψάχναμε με τις ώρες στοίβες βιβλίων. Η μυρωδιά της –η μούχλα και η κλεισούρα απλωνόταν παντού– δεν μας πτοούσε. Η ίδια η ηλικία μας μας προέτρεπε να την αγνοούμε επιδεικτικά. Ο αριθμός όμως των βιβλίων ήταν πραγματικό εμπόδιο. Έπρεπε να παλεύεις ώρες μαζί τους για να βρεις, αν τα κατάφερνες, κάτι που να σ’ αρέσει. Βλέπεις, τα περισσότερα ήταν βιβλία για μεγάλους και τα χλευάζαμε. Κάποτε όμως ζητωκραυγάζαμε βουβά. Κάπου ανάμεσα στα βιβλία των μεγάλων φαινόταν να ξεχωρίζει κάποιο δικό μας που μας καλούσε να το ανασύρουμε σαν άλλοι διασώστες. Κάποιες φορές είχαμε δίκιο. Τότε, όλο λαχτάρα τρέχαμε στο σπίτι για να το ξεφυλλίσουμε. Κάποιες φορές αστοχούσαμε. Και αρχίζαμε πάλι από την αρχή να παλεύουμε με τα βιβλία των μεγάλων. Ώσπου, αποκαμωμένοι από τον αγώνα, βάζαμε το χέρι στην τσέπη, βγάζαμε το κλειδί, κλειδώναμε και ανηφορίζαμε προς το σπίτι μονολογώντας:
-Αύριο κάτι θα βρούμε.
Και σαν παιδιά ανέμελα που ήμαστε αρχίζαμε ξανά το παιχνίδι.
Μα τώρα που τα σκέφτομαι, θαρρώ πως εκεί απέκτησα την άσβεστη επιθυμία να πετυχαίνω τους στόχους μου. Και αυτήν την επιθυμία θα ήθελα να πάρουν και οι γιοι μου.
2 σχόλια:
Καλημέρα δάσκαλε.
Λοιπόν ήρθα να διαβάσω όχι επειδή γράφω καλά, όπως είπες, αλλά επειδή διαβάζω καλά. Διάλεξα στην τύχη και λόγω ετικέτας αυτό.
Ζεστό κείμενο, καλογραμμένο... σωστό. Χωρίς ανατροπές όμως περισσότερο μπλογκερικό παρά λογοτεχνικό (λόγω του τέλους του). Με την γλύκα της ανάμνησης να αποτυπώνεται ζωντανά που σημαίνει, κατά την άποψή μου, ότι μπορείς να αφηγηθείς. Μου άρεσε.
Μεστή, ουσιώδης και δίκαιη η ματιά σου. Ότι χρειαζόμουν.
Δημοσίευση σχολίου