Εύχομαι –να ξέρεις ότι δεν το περίμενα ποτέ μου να το ευχηθώ, να όμως που το εύχομαι– εύχομαι, λοιπόν, να πίστευα στον θεό. Όχι να πήγαινα στην εκκλησία του ή να τηρούσα τις εντολές του ή να 'ξερα ακόμα ποιος είναι, ο Αλλάχ, ο Βούδας ή κάποιος άλλος. Όχι, τίποτα απ' αυτά. Εύχομαι απλώς να πίστευα στην ύπαρξή του. Θα μου 'φτανε. Θα ήλπιζα ότι θα σε δω ξανά. Τούτο θα απάλυνε τον πόνο μου.
Μα δεν μπορώ. Μόνος, άθεος, πασχίζω να σε κρατήσω μέσα μου. Είναι το μόνο μέρος που υπάρχεις τώρα. Κι εκεί όμως σαν δέντρο μεγάλο, τρανό, που όλα του τα φύλλα έχουν γίνει άλλα κίτρινα και άλλα πορτοκαλιά και πέφτουν μέσα στο φθινόπωρο, έτσι κι εσύ φυλλορροείς. Πασχίζω πολύ, μ΄όλη μου τη δύναμη να τα μαζέψω. Μα ο άνεμος, οι άνθρωποι που διαβαίνουν από κάτω, αδιάφοροι για τον δικό μου πόνο, τα στέλνουν άλλα από 'δω κι άλλα από 'κει. Αν τουλάχιστον πήγαιναν όλα στην ίδια μεριά να είχα μια ελπίδα. Μα...
Έτσι ξεγλιστράς. Το δέρμα μου –πρώτα ήσουν παντού κάτω από το δέρμα μου, μόνο εσύ και το δέρμα μου υπήρχε– αδειάζει. Κι αλίμονο, την απουσία σου δεν τη γεμίζει κάτι άλλο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου