Πρωί. Για την ακρίβεια, ξημερώματα καλοκαιρινής μέρας. Ο ήχος ακούγεται οικείος αλλά και παράταιρος, ανοίκειος θα έλεγα. Σε αιφνιδιάζει καθώς σε ξυπνά ιδρωμένο πάνω στα σεντόνια. Στην αρχή δεν καταλαβαίνεις την ύπαρξή του, μα τον ακούς ολοένα και πιο καθαρά. Απορείς, δεν καταλαβαίνεις τι είναι. Ύστερα, όταν υποχωρήσει η θολούρα του ύπνου, σε ξαφνιάζει. Ειδικά όταν συνειδητοποιείς πως δεν είναι ένα ψιλόβροχο, μα μια πραγματική καταιγίδα.
Αργότερα βλέπεις τα απομεινάρια. Ίχνη διαγράφονται καθαρά στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στα αυτοκίνητα. Παντού νερό. Οικεία σκηνή μα και παράταιρη, ανοίκεια. Εικόνες άλλης εποχής, άλλου καιρού. Κι όμως είναι εκεί. Τα μάτια σου αδιάψευστοι μάρτυρες.
Τελικά κατά το μεσημέρι όλα έχουν γίνει οικεία. Η λαμπρότητα του ήλιου, η ζέστη, η οσμή του αέρα που ορμά στα ρουθούνια σου, η δική σου νωθρότητα· όλα μαρτυρούν το καλοκαίρι. Μόνο κάποιες λακκούβες υγρές, που ο απρόσεκτος διαβάτης δε θα τις προσέξει, λαμπυρίζουν και μαρτυρούν τη μοιχεία που διαπράχτηκε το ξημέρωμα.
Αργότερα βλέπεις τα απομεινάρια. Ίχνη διαγράφονται καθαρά στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στα αυτοκίνητα. Παντού νερό. Οικεία σκηνή μα και παράταιρη, ανοίκεια. Εικόνες άλλης εποχής, άλλου καιρού. Κι όμως είναι εκεί. Τα μάτια σου αδιάψευστοι μάρτυρες.
Τελικά κατά το μεσημέρι όλα έχουν γίνει οικεία. Η λαμπρότητα του ήλιου, η ζέστη, η οσμή του αέρα που ορμά στα ρουθούνια σου, η δική σου νωθρότητα· όλα μαρτυρούν το καλοκαίρι. Μόνο κάποιες λακκούβες υγρές, που ο απρόσεκτος διαβάτης δε θα τις προσέξει, λαμπυρίζουν και μαρτυρούν τη μοιχεία που διαπράχτηκε το ξημέρωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου