Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Ίσως

Ένας άντρας και μια γυναίκα συζητούν.

Άντρας: Φεύγεις, λοιπόν!
Γυναίκα: Ναι.
Α: Φεύγεις και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σου αλλάξω γνώμη!
Γ: Ναι.
Α: Ναι, ναι, ναι! Μόνο ναι λες! Μου αξίζει κάτι περισσότερο, δε νομίζεις!
Γ: Τα ‘χουμε πει όλα. Τι άλλο μπορώ να σου πω;
Α: Ότι δε θα φύγεις! Μόνο αυτό θέλω ν’ ακούσω. Τίποτε άλλο. Μόνο αυτό.
Γ: Δε γίνεται. Το ξέρεις.
Α: Κι ο λόγος;
Γ: Κι αυτόν τον ξέρεις.
Α: Ναι, τον ξέρω… Έτσι σε ρώτησα… για να κερδίσω λίγο χρόνο. Κάποια λεπτά ακόμα!
Γ: Σου φτάνουν;
Α: Όχι.

(παύση κάποιων δευτερολέπτων)

Α: Θα σε δω ποτέ ξανά;
Γ: Ίσως…

Η γυναίκα φεύγει. Ο άντρας μένει μόνος. Σωριάζεται σε μια πολυθρόνα. Παραπέρα ένα σκοινί. Αναρωτιέται…

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Φύλλα

Προχωρημένο Φθινόπωρο. Τα δέντρα στέκονται γυμνά, αν και πού και πού κάποια φύλλα –κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί– αντιστέκονται. Τ’ άλλα, τα φύλλα που έχουν δραπετεύσει, απλώνονται παντού. Ο άνεμος τα ταξιδεύει σε πλατείες και τ’ απιθώνει χάμω. Στρώνει χαλί που το πατούν οι διαβάτες. Περιέργως, τα βήματά τους δεν το βρωμίζουν μα τ’ ανακατεύουν, φτιάχνοντας κάθε φορά κι ένα καινούριο σχέδιο που κρατά μέχρι την επόμενη δρασκελιά.

Τ’ απιθώνει και στους δρόμους. Τα αυτοκίνητα δε χάνουν την ευκαιρία και χορεύουν μαζί τους. Τα στροβιλίζουν καθώς περνούν από πάνω τους, κι αυτά, αφού υψωθούν, κυλούν αργά προς τα κάτω, ξαποσταίνουν και περιμένουν τον επόμενο καβαλιέρο.

Τ’ απιθώνει και μες στα σπίτια κι αναστατώνει τις νοικοκυρές, καθώς παλεύουν με τη σκούπα να τα διώξουν. Μα αυτά ανυπάκουα. Πότε επανέρχονται και πότε γίνονται ένα με το πάτωμα και, λες και αποζητούν το χάδι, μόνο χέρι –γυναικείο καλύτερα– μπορεί να τα ξεκολλήσει.

Σπάνια κάποιο τυχερό –κόκκινο, κίτρινο ή πορτοκαλί– κάθεται στα μαλλιά κάποιου όμορφου κοριτσιού. Αυτό αγανακτεί και προσπαθεί να το διώξει. Βλέπετε, της χαλά την εμφάνιση, όλο το απογευματινό χτένισμα.

Μα κάπου εκεί ένα αγόρι κρυφά χασκογελά. Το φύλλο τού δίνει την ευκαιρία που αποζητούσε. Της χαϊδεύει τα μαλλιά δήθεν για να το διώξει. Μα αυτό, συνωμοτώντας με τ’ αγόρι, χώνεται ολοένα και πιο βαθιά. Είναι η Κερκόπορτα που το αγόρι με χαρά διαβαίνει.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Οι πίνακες

Κάθομαι. Ή μάλλον υπάρχω μέσα σ’ ένα λιβάδι από παπαρούνες –θυμάμαι πολύ καλά πόσο σου άρεσαν– καθισμένος σ’ ένα ξύλινο γραφείο. Ακόμα και τώρα η αγάπη σου για το ξύλο δεν κρύβεται. Έτσι με φαντάζεσαι. Καθιστό να σου γράφω ένα γράμμα. Ένα γράμμα που δε θα το λάβεις ποτέ. Από την άλλη, ίσως και να το λάβεις. Δεν το ξέρω. Δεν μπορώ να το ξέρω. Αυτό το γνωρίζεις μόνον εσύ. Ή θα το γνωρίζεις στο μέλλον. Εγώ απλώς σου γράφω το γράμμα. Το γράφω εδώ και μέρες. Και θα το γράφω μέχρι να τελειώσεις.


Η προηγούμενη δουλειά σού πήρε μήνες. Και τότε υπήρχα. Μα όχι εδώ. Αλλού. Ανασηκωνόμουν από το κρεβάτι με το σεντόνι να σκεπάζει κάτι από τη γύμνια μου. Στεκόμουν, όπως σου άρεσα. Μα δεν ήσουν εκεί να με θαυμάσεις. Έλειπες –είχες δουλειά το ξέρω, όσο και να σου φαίνεται παράξενο το ξέρω, το κατανοώ, είχες δουλειά, έπρεπε να τελειώσεις- και έτσι ήμουν μόνος να ποζάρω χωρίς καμιά να με θαυμάζει. Παράξενο, μου προκαλεί μια αμηχανία να στέκομαι εδώ έτσι συνέχεια, μα κατανοητό.

Μια γυναίκα κάθεται μπροστά από ένα πίνακα με παπαρούνες. Ζωγραφίζει τις λεπτομέρειες ενός άντρα που γράφει ένα γράμμα σ’ ένα ξύλινο γραφείο. Πιο πέρα ένας πίνακας με τον ίδιο άντρα σκεπασμένο μ’ ένα σεντόνι να ποζάρει καθώς ανασηκώνεται από το κρεβάτι του. Στο πάτωμα πεταμένη μια νεκρολογία.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Ο Αργαλειός

Σε φίλησα. Με φίλησες. Τα χείλη γινήκαν νήματα. Ο αργαλειός άρχισε. Με τούτα δούλεψε για λίγο. Σύντομα τα χέρια μας πρόσθεσαν νέα νήματα, νέα χρώματα. Αυτά υφάνθηκαν διαφορετικά. Πρόσφεραν όμως την ίδια ή πιότερη ηδονή.

Τα σώματά μας νήματα. Υφάνθηκαν κι αυτά αργά, προσεχτικά. Κάθε σημείο -με προσοχή, με ευλάβεια- έδωσε το δικό του σχέδιο. Μοναδικό, πολύτιμο.

Κι ο αργαλειός συνέχιζε. Το ίδιο κι εμείς. Άλλοτε αργά, βασανιστικά. Πότε γρήγορα κι έντονα,  κάποιες φορές με μικρά διαλείμματα στοχασμού. Το ύφασμα προχωρούσε. Στολιζόταν. Μεγάλωνε. Γινόταν πολύτιμο, βαρύ, εξαίσιο.

Κι όμως, τόση δουλειά και το κέντρο άφτιαχτο. Ανέγγιχτο. Ο αργαλειός δεν το πλησίαζε.Το ίδιο κι εμείς.  Το αφήναμε για το τέλος. Θέλαμε να 'ναι τέλειο, αντάξιο του πάθους μας, να 'χει την προσοχή μας.

Του τη δώσαμε. Ο αργαλειός δοκιμάστηκε. Δε φτιάχνονται έτσι, χωρίς κόπο, αυτά τα στολίδια. Τούτο έπρεπε να 'ταν το κορυφαίο. Το πιο πολύτιμο. Όλο το ύφασμα. Και ο αργαλειός το κατάφερε.

Και σαν τελείωσε, το ύφασμα μας τύλιξε, τα όνειρα μας πήραν. Ταξιδέψαμε...

Και την άλλη μέρα ο αργαλειός άρχισε πάλι...

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Παιδικό Κρεβάτι

Πριν χρόνια είχαμε πάρει ένα μικρό παιδικό κρεβάτι. Τα κεφαλάρια του γαλαζωπά, με παιδικά ζουμερά αρκουδάκια ζωγραφισμένα πάνω τους. Συνήθως του στρώναμε κι ένα γαλάζιο πάπλωμα με σχέδια παρόμοια με τα αρκουδάκια, κι έτσι φαινόταν σαν πάπλωμα και κρεβάτι να τα είχε σχεδιάσει ο ίδιος άνθρωπος, ο ίδιος τεχνίτης. Εκεί κοιμόταν ο γιος μου ο μεγάλος –μεγάλος… δυο χρονών ήταν–, ενώ ο μικρός στην κούνια, μέχρι που μεγάλωσαν και τα δυο και το κρεβατάκι παροπλίστηκε. Δε χωρούσε πια πουθενά ούτε θα το χρησιμοποιούσαμε ξανά. Το διέλυσα, λοιπόν, –δε με δυσκόλεψε– και το πέταξα στην αποθήκη. Η μοίρα του, τελικά, ελλείψει χώρου ήταν να φύγει κι από κει και να καταλήξει δίπλα στα σκουπίδια.


Εκεί παρέμεινε μερικές μέρες. Ώσπου χάθηκε. Δεν κατάλαβα πότε ακριβώς συνέβη, αλλά χάθηκε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Βγαίνοντας, βλέπεις, από το σπίτι μου υπάρχει ένα στενό. Αρκετά πλατύ είναι αλήθεια, στρωμένο με χαλίκι και τσιμέντο. Πολλές φορές περνώ από ‘κει και πάντα μ’ αρέσουν οι ανάσες που παίρνω διασχίζοντας τους άκομψους μα κατάφυτους κήπους που το ζώνουν. Εκεί, σχεδόν με το που μπαίνεις, το συνάντησα. Ή μάλλον ό,τι είχε απομείνει. Τα δυο κεφαλάρια του, γυρισμένα, απιθωμένα το ένα πάνω στο άλλο, σαν να προσπαθούσαν απεγνωσμένα να δώσουν μια ενότητα σε κάτι που είχε προ πολλού χαθεί, στέκονταν σαν να μην ήξεραν πού είναι, αταίριαστα με το περιβάλλον.


Μνήμες πολλές πέρασαν από το νου μου. Τα παιχνίδια των παιδιών, ο ύπνος τους πάνω σ’ αυτό, ακόμα και η δική μου προσπάθεια να χωρέσω σ’ ένα κρεβάτι πενήντα πόντους πιο κοντό από μένα. Μα πιο πολύ με παραξένεψε η πράξη του άλλου. Αυτού που το είχε ακουμπήσει εκεί. Τότε συνειδητοποίησα ότι το γεμάτο μνήμες παιδικό κρεβάτι, δεν ήταν τίποτε για τους άλλους. Τίποτε. Μπορούσες να το ακουμπήσεις όπου ήθελες, να πάρεις ό,τι ήθελες και να φύγεις. Δεν το συντρόφευαν μνήμες, συναισθήματα, κάτι τέλος πάντων. Για όλους τους άλλους ήταν ένα απλό πράγμα.


Και τότε αναρωτήθηκα: Πόσες φορές δεν έχω κι εγώ φερθεί ανάλογα; Πόσες φορές δεν έχω αδιαφορήσει για τις μνήμες των άλλων;

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Χείλη από τριαντάφυλλα





Χείλη γυναίκας. Ίδια με τριαντάφυλλο. Κόκκινα, βελούδινα, απαλά, με μια σταγόνα ή περισσότερες πάνω τους. Η σταγόνα ή οι σταγόνες στέκονται και μετά, για να σε προκαλέσουν κι άλλο, κυλούν αργά, ηδονικά, χαϊδεύοντας το πέταλο ή τα πέταλα που διασχίζουν. Σ’ όλο τον δρόμο αφήνουν υγρά χνάρια πάνω τους. Κάνουν έρωτα στα πέταλα και σε καλούν να ‘ρθεις κι εσύ.


        Κοντοστέκεσαι. Το σκέφτεσαι. Θες να πας. Αυτό είναι προφανές. Είσαι άντρας. Τι άλλο να ζητάς; Θέλεις να αρπάξεις την ηδονή, να της δείξεις από τι μέταλλο είσαι φτιαγμένος. Να σε γνωρίσει σαν άντρα.


        «Μπαμπά, πάμε να φύγουμε, βαρεθήκαμε». Κι απομακρύνεσαι στο βάθος…

Περιμένοντας...

Τον πρώτο καιρό πιστεύω ότι υπάρχεις από τα λόγια της μάνας σου. Αυτή μου το ‘πε. Εγώ δε σε βλέπω. Βλέπω, ωστόσο, την κούρασή της, τους εμετούς της, το άγχος της. Ανησυχεί, φοβάται για σένα. Δεν σ’ έχει δει ακόμα, μα σε νιώθει μέσα της. Εγώ, όμως, δε βιώνω τίποτα απ’ αυτά. Μονάχα παρατηρώ τις αλλαγές στη μάνα σου.


          Αργότερα μου το λέει και το σώμα της. Τη φουσκώνεις. Την αλλάζεις. Κουράζεται περισσότερο. Βαραίνει. Μα δε σε κατηγορεί. Σ’ αγαπά. Σε συγχωρεί γι’ αυτά που της κάνεις. Υπομένει το μαρτύριο της αλλαγής του σώματός της με καρτερικότητα, με αγάπη. Το ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω. Είσαι άντρας κι εσύ σαν κι εμένα και αυτά δεν τα πιάνεις. Δεν πειράζει. Θα περάσουν τα χρόνια και τότε θα δεις. Τότε θα μάθεις.


          Και πάλι, όμως, εγώ δε βιώνω τίποτα. Μονάχα παρατηρώ. Μονάχα βλέπω. Για μένα ακόμα δεν υπάρχεις. Υπάρχει μόνο η μαρτυρία σου. Ώσπου μια μέρα κάτι προβάλλει. Ίσως ένα χέρι, ίσως ένα πόδι, ίσως κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Μα αυτή είναι η πρώτη επαφή που έχουμε μεταξύ μας. Εγώ κι εσύ και στη μέση η μάνα σου. Η γυναίκα μου.


          Άλλοτε πάλι την κλοτσάς. Μπορεί να είσαι μικρός ακόμα, μα κλοτσάς γερά. Κάποιες φορές την πονάς. Δεν το θες –το ξέρω καλά- μα την πονάς. Κι εγώ τότε βάζω το χέρι μου για να σε ηρεμήσω. Αυτή είναι η δεύτερη επαφή μας. Πειθαρχικού χαρακτήρα. Τα κάνει κι αυτά ο πατέρας. Θα το υποστείς κι αργότερα.


          Μα δεν τα έχουμε πει ακόμα μεταξύ μας. Βρίσκεται πάντα ανάμεσα η μάνα. Μας ενώνει και μας χωρίζει. Όχι όμως για πολύ ακόμα. Γιατί ο καιρός πλησιάζει που θα σ’ αγκαλιάσω. Και τότε θα τα πούμε μόνοι μας. Οι δυο μας. Σαν άντρες.

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Το τραγούδι της Γυναίκας

Υπάρχουν στιγμές που μια γυναίκα με τη βοήθεια ενός άντρα τραγουδά. Όλες λένε το ίδιο τραγούδι, μα η ερμηνεία καθεμιάς είναι μοναδική. Κάποιες σιγοτραγουδούν, κάποιες σχεδόν φωνάζουν, ενώ κάποιες βρίσκονται ανάμεσα. Όλες όμως σαγηνεύουν τον άντρα. Τους παραδίδεται κι ας μην το παραδέχεται. Κι αυτές, σαν συνεννοημένες από πριν, καμώνονται πως δεν το ξέρουν.


Βέβαια, κάποιες φορές προσποιούνται. Μα αν ο άντρας είναι επιδέξιος, τεχνίτης καλός, θα χαϊδέψει απαλά τις χορδές του εγχόρδου, θα χτυπήσει γλυκά το κρουστό, θα φυσήξει με πάθος στο πνευστό και θα του δώσουν, τότε, το αληθινό τραγούδι. Κι αν είναι μάστορας αληθινός, πρωτομάστορας όπως τον έλεγαν παλιά, αν έχει μεράκι γι’ αυτήν την τέχνη, αν της έχει αφοσιωθεί, αν έχει ασχοληθεί χρόνια με αγάπη μαζί της, θα την κάνει να κελαηδήσει κι άλλη μια φορά, κι ακόμα μία και - ποιος ξέρει - ίσως κι ακόμα μια…


Και όταν σταματήσει να θωπεύει απαλά τις χορδές του εγχόρδου, να χτυπά γλυκά το κρουστό, να φυσά με όλο του το είναι στο πνευστό, τότε δεν είναι ώρα για χειροκροτήματα και επευφημίες. Τότε με γλυκόλογα τρυφερά οφείλει σαν έμπειρος εραστής να την αγκαλιάσει για να νιώσει μοναδική. Να πιστέψει ότι είναι μόνο δικός της...

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Η Απόφαση

Κοιτάζει το ρολόι. Δεν ξεκινά ακόμα. Αν ξεκινήσει τώρα θα τη χάσει. Δε θα τη δει. Κι έχει μέρες να τη δει. Του λείπει. Εκείνη το ξέρει; Πώς θα μπορούσε; Δεν έχουν μιλήσει ποτέ. Μόνο τα μάτια τους έχουν ανταλλάξει λέξεις καυτές, ερωτικές, σιωπηλές. Και αυτή η σιωπή δεν αφήνει να προχωρήσουν τα πράγματα. Το ξέρει ότι πρέπει να κάνει το επόμενο βήμα. Το έχει αποφασίσει. Σήμερα είναι η μέρα. Σήμερα θα το κάνει. Αρκεί να είναι εκεί. Αρκεί να την συναντήσει…



Δε φαίνεται πουθενά. Βέβαια δεν έχει περάσει ακόμα τη διασταύρωση. Εκεί συνήθως την πετυχαίνει. Εκεί πρωτομίλησαν με τα μάτια. Ήταν μια συνομιλία έντονη. Όπως και όλες οι επόμενες. Πότε γύριζε αυτή πίσω για να τον κοιτάξει, πότε τίναζε τυχαία τα μαλλιά της για να την προσέξει. Ναι, τίναζε τα μαλλιά της γι’ αυτόν. Το ήξερε. Μια φορά την είχε μπροστά του να περπατά χωρίς η ίδια να τον έχει δει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, και βάδιζε γοργά χωρίς νάζι και τσαχπινιά. Χωρίς αισθησιασμό. Και φυσικά πού σκέψεις να τινάξει το μαλλί. Βιαζόταν. Μα δεν την πρόλαβε. Χάθηκε πριν τον δει…


Μα αυτή τη φορά δε θα συμβεί τίποτε απ’ αυτά. Θα της μιλήσει. Θα της πει λόγια όμορφα, ερωτικά. Λόγια που δεν έχει πει σ’ άλλη. Θα κάνουν έρωτα με τα μάτια. Μετά θα την αγγίξει. Όχι χυδαία, αλλά ερωτικά. Θα της αγγίξει τα δάχτυλα. Θα κάνουν έρωτα με τα δάχτυλά τους. Μετά με το σώμα τους, με την ψυχή τους…


Στη διασταύρωση έπεσε επάνω της. Την πέτυχε αγκαλιά με άλλον να φιλιέται…

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Σχολική Φωτογραφία

Μια ακόμα στιλιζαρισμένη σχολική φωτογραφία. Τα παιδιά, τα μισά όρθια και τ’ άλλα μισά καθισμένα μπροστά, ποζάρουν. Στο φόντο κυριαρχεί ένα μουντό κόκκινο χρώμα, δίχως έμπνευση, δίχως πνοή, σχολικό καθαρά.

«Η Ι. βλέπεις; Πραγματική τσαούσω, ενώ η Α. κοριτσάκι…» μου είπες, μα δε σε πρόσεχα. Δε σε πρόσεχα αληθινά, εννοώ. Μιλάς για το σχολείο που ξέρω, για τους μαθητές που τόσες φορές μου έχεις αναφέρει, κι έτσι μπορώ να καταλάβω πολλά χωρίς να σε προσέχω πάντα.

Κι όμως, κοίταζα τη φωτογραφία. Στιλιζαρισμένη, το ξέρω, μα και διαφορετική. Δεν ήταν σαν την περσινή που σε είχε παραμορφώσει ο φωτογράφος. Όλους σας είχε παραμορφώσει. Θυμάσαι; Εσύ μου το είχες πει. Όχι, δεν ήταν σαν την περσινή. Εδώ δέσποζες.

Ακουμπούσες τα χέρια σου στα παιδιά που ήταν μπροστά σου και ήταν σαν να αγκάλιαζες όλη την τάξη. Μα δεν πρόσεχα αυτό. Δε με ενδιαφέρει αυτό. Είμαι ο εραστής σου και πρόσεχα το σώμα σου. Παρατηρούσα το ανεπαίσθητο τελικό σίγμα που διέγραφε το κορμί σου, πολύ πιο κρυφό απ’ αυτό που λάξευε ο αρχαίος γλύπτης, ο Πραξιτέλης, στα αγάλματά του. Ένας ανεπαίσθητος αισθησιασμός ανέβλυζε, χωρίς όμως να το θες –το ξέρω πολύ καλά. ‘Οπως ξέρω πολύ καλά τη δική μου αδυναμία να ξεφύγω απ’ αυτόν. Την αδυναμία κάθε άντρα να ξεφύγει απ’ αυτόν...

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Έλα

Έλα. Μη μου γυρίζεις την πλάτη. Το ξέρω πως δεν το εννοείς. Το ξέρω πως θες να σε αγκαλιάσω. Δε με βοηθάς όμως. Κλείνεσαι. Ναι, κλείνεσαι! Μην το αρνείσαι! Πώς να σ’ αγκαλιάσω όταν με απομακρύνεις; Το μόνο που θέλω είναι να σ’ αγκαλιάσω…

Αργότερα…

Δε μου φτάνει μόνο η αγκαλιά. Θέλω να μου μιλήσεις. Να μου ανοιχτείς. Θέλω να σ’ ακούσω. Στο υπόσχομαι, μόνο θα σ’ ακούσω. Δε θα σε κρίνω. Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Άφησέ με να σου το δείξω…

Αργότερα…

Το είδες; Δεν ήταν τίποτα. Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να μου μιλήσεις. Τίποτε άλλο. Να μου μιλήσεις. Αυτό αρκεί. Πάντα αρκούσε. Το ήξερες και το ξέρεις. Μάλλον τελικά σ’ αρέσει να με παιδεύεις…

Και ο Εραστής συνεχίζει να μιλά με το ίδιο πάθος στην άδεια πολυθρόνα…

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Η αποθήκη

Στο πατρικό μου στο υπόγειο υπάρχει μια αποθήκη. Δυο δωμάτια είναι, ένα μεγάλο τετράγωνο και ένα πολύ μικρότερο ορθογώνιο. Ολόγυρα άσπροι τοίχοι με μια λευκή ξύλινη πόρτα να τα χωρίζει. Εκεί σύχναζα με τον αδερφό μου. Κατεβαίναμε πολλές φορές και ψάχναμε με τις ώρες στοίβες βιβλίων. Η μυρωδιά της –η μούχλα και η κλεισούρα απλωνόταν παντού– δεν μας πτοούσε. Η ίδια η ηλικία μας μας προέτρεπε να την αγνοούμε επιδεικτικά. Ο αριθμός όμως των βιβλίων ήταν πραγματικό εμπόδιο. Έπρεπε να παλεύεις ώρες μαζί τους για να βρεις, αν τα κατάφερνες, κάτι που να σ’ αρέσει. Βλέπεις, τα περισσότερα ήταν βιβλία για μεγάλους και τα χλευάζαμε. Κάποτε όμως ζητωκραυγάζαμε βουβά. Κάπου ανάμεσα στα βιβλία των μεγάλων φαινόταν να ξεχωρίζει κάποιο δικό μας που μας καλούσε να το ανασύρουμε σαν άλλοι διασώστες. Κάποιες φορές είχαμε δίκιο. Τότε, όλο λαχτάρα τρέχαμε στο σπίτι για να το ξεφυλλίσουμε. Κάποιες φορές αστοχούσαμε. Και αρχίζαμε πάλι από την αρχή να παλεύουμε με τα βιβλία των μεγάλων. Ώσπου, αποκαμωμένοι από τον αγώνα, βάζαμε το χέρι στην τσέπη, βγάζαμε το κλειδί, κλειδώναμε και ανηφορίζαμε προς το σπίτι μονολογώντας:


-Αύριο κάτι θα βρούμε.


Και σαν παιδιά ανέμελα που ήμαστε αρχίζαμε ξανά το παιχνίδι.


Μα τώρα που τα σκέφτομαι, θαρρώ πως εκεί απέκτησα την άσβεστη επιθυμία να πετυχαίνω τους στόχους μου. Και αυτήν την επιθυμία θα ήθελα να πάρουν και οι γιοι μου.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Η αυλή

Κατεβαίναμε με ορμή τα σκαλιά. Κάποιες φορές στρίβαμε αριστερά. Κάποιες δεξιά. Όπως κι αν επιλέγαμε, μπαίναμε στην αυλή. Δύσκολα, βέβαια, θα την αποκαλούσες έτσι. Βρισκόταν στο έλεος του χρόνου, απεριποίητη, άγρια. Γονιός δε θ’ άφηνε το παιδί του να παίξει εκεί μέσα. Σκουπίδια και μπάζα συναντούσες παντού. Δέντρα ακλάδευτα τσακώνονταν με περικοκλάδες θεριεμένες κι ατίθασες και όλα μαζί σκέπαζαν τα πάντα. Όσον αφορά το ζωικό βασίλειο, πάντα έπεφτες πάνω σε μύγες, σφήκες, ενίοτε και σε ποντίκια. Τίποτε το ωραίο. Τίποτε το καλύτερο.

Αν για τους άλλους ήταν όλα αυτά, για μας ήταν ο δικός μας χώρος για ατέρμονη εξερεύνηση. Εκεί ζήσαμε όλα όσα διαβάζαμε στα βιβλία για τους μεγάλους εξερευνητές. Μαγγελάνος, Βάσκο ντε Γκάμα, Κολόμβος. Ήταν η δικιά μας αχαρτογράφητη περιοχή. Αυτό ήταν το καθήκον μας. Να γνωρίσουμε, να πατήσουμε κάθε γωνιά αυτού του άγριου τόπου. Να ανέβουμε σε κάθε δέντρο, να χωθούμε σε κάθε θάμνο, να τρυπώσουμε σε κάθε δωμάτιο του ετοιμόρροπου πατρικού της μάνας μας. Κάθε βήμα γεμάτο προσμονή για το άγνωστο. Κάθε βήμα γεμάτο χαρά για την κατάκτηση.

Και η αυλή δε τσιγκουνεύτηκε. Μας δόθηκε με πάθος. Τα δώρα της τα θυμάμαι ακόμα. Θυμάμαι, και είμαι σίγουρος πως θυμάται και ο αδελφός μου αν και δεν το κουβεντιάζουμε ποτέ, κάθε καινούρια ανακάλυψη. Θυμάμαι και τη χαρά που τη συνόδευε. Μα πιο πολύ θυμάμαι την προσμονή για τις επόμενες ανακαλύψεις. Αυτή δεν την ξέχασα ποτέ.

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Η Σύνθεση

Λιλά. Ένα χρώμα που το έμαθα από σένα. Από τα πέταλα της ορχιδέας που σου αγόρασα. Τη στόλιζε έξοχα. Έδενε, ακόμα, μ’ αυτό που βρισκόταν στα πόδια της: λίγα κλωνάρια χλωρού σταριού παρέα με λεπτοκαμωμένα φύλλα κισσού, που έμοιαζαν να προσπαθούν να ανέβουν ψηλότερα μα να μην μπορούν. Και από πίσω το ωραιότερο. Το φόντο των γυμνών λευκών κλαδιών. Γι’ αυτά σου αγόρασα τη σύνθεση. Για τα γυμνά, γεμάτα με το λευκό χρώμα κλαδιά που γέμιζαν το χώρο πίσω από την ορχιδέα. Γιατί πέρα από το κόκκινο, αυτό είσαι εσύ για μένα.

Το λευκό.