Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Ο πόνος

Αργά αργά τα σκοινιά τεντώνονται. Μαζί και τα άκρα. Μοιάζει με το τέντωμα το πρωινό. Όμως η τροχαλία συνεχίζει να γυρίζει. Τα σκοινιά συνεχίζουν να τεντώνονται. Κι ο πόνος αρχίζει…

Μικρός, ανεκτός, ανεπαίσθητος. Πιστεύεις ότι θα τον αντέξεις έτσι αργά που αυξάνεται. Πιστεύεις πως δεν μπορεί, κάπου θα σταματήσει. Μάταια. Οι στριγκλιές των σκοινιών επιμένουν.

Κι ο πόνος αυξάνεται. Τα άκρα τεντώνονται σε όρια άγνωστα για σένα. Ο πόνος αγγίζει όρια άγνωστα για σένα…

Λες: «Μα δε μπορεί. Ο Προκρούστης δεν υπάρχει. ´Η μήπως κάποιοι άλλοι πήραν τη θέση του;». Και οι στριγκλιές των σκοινιών συνεχίζουν…

Έλα

Έλα! Έλα και γείρε πλάι μου. Έλα και γείρε πλάι μου δίπλα στη σπασμένη πόρτα. Στους τοίχους τους ϕθαρμένους. Στο τραπέζι το άδειο. Έλα και γείρε πλάι μου...

Μη στέκεσαι, έλα! Σε περιμένουν. Το σπίτι, το δωμάτιο, το κρεβάτι... Ακόμα και τα δικά μου πράγματα, αυτά που δεν άγγιζες ποτέ, αυτά που δεν ήξερες ότι υπάρχουν, αυτά που δε θέλησες να μάθεις, σε περιμένουν. Έλα!

Μην το διπλοσκέφτεσαι! Έλα! Σε περιμένω στα άσημα σοκάκια, στις άγνωστες πλατείες, στα ανύπαρκτα πεζοδρόμια, όπου βαδίσαμε ποτέ, σε περιμένω…

Έλα! Ράγισε το ξύλο! Σκίσε το χώμα! Έλα!