Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Σαράντα

Σαράντα. Ο μεγάλος μου γιος είναι δεκατριών και προσπαθώ να θυμηθώ πώς ένιωθα εγώ για τα σαράντα τότε στα δεκατρία. Μου φάνταζε κατόρθωμα! Σίγουρα πίστευα ότι θα ήμουν γέρος. Μια μικρή μου φίλη με φωνάζει: «Παππού!». Μα να, είμαι εδώ πιο γερός από ποτέ. Όσο και αν κάποιες άσπρες τρίχες, δυσδιάκριτες ακόμα, ισχυρίζονται άλλα...

Σαράντα και νιώθω πως ακόμα είμαι στην αρχή. Κάποιες φορές. Κάποιες αναρωτιέμαι για τον δρόμο που έχω πάρει. Δεν ξέρω αν μετανιώνω για λάθη που έκανα. Δεν ξέρω αν έχω το θάρρος να τα δω. Μα ονειρεύομαι ακόμα. Όχι σαν παιδί. Τα όνειρα πλέον είναι προσγειωμένα, εφικτά, ώριμα.

Ας είναι καλά η πείρα. Αυτό απολαμβάνω περισσότερο. Δεν πνίγομαι με το καθετί. Και το καινούριο δεν είναι και τόσο καινούριο πια· το συνήθισα. Ξέρω ότι θα το κατακτήσω, ότι θα γίνει κι αυτό παλιό.

Μα όση πείρα κι αν έχεις, φοβάσαι. Φόβοι που δεν έχεις όταν είσαι δεκατριών· μα έχεις σαν είσαι σαράντα. Φόβοι που δεν μπορείς να τους δείξεις στον δεκατριάχρονο. Κάποιες φορές η λέξη πατέρας είναι περισσότερο θηλιά παρά δύναμη. Και ο δεκατριάχρονος γιος σου δεν μπορεί να το καταλάβει. Ίσως σε μερικά χρόνια. Ίσως ποτέ...

Τι σημαίνει τελικά πάτησα τα σαράντα; Μια ευκαιρία για αναδρομή στη ζωή σου; Εδώ δεν προλαβαίνω την καθημερινή ρουτίνα... πιθανότατα δε σημαίνει τίποτα. Ένα άλλο αυθαίρετο αριθμητικό ορόσημο μάλλον. Όποιο νόημα και να δώσω εξαρτάται από μένα και τις επιλογές μου. Μου εύχομαι, λοιπόν, κάποια από τα όνειρά μου να πραγματοποιηθούν ή τουλάχιστον να υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος αν δε συμβεί. Και περιμένω το απρόοπτο...

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Η πλατεία

Στη γειτονιά που μεγάλωσα υπάρχει μια πλατεία μικρή, εκεί που θα έπρεπε κανονικά να υπάρχει πολυκατοικία. Γωνιακό οικόπεδο, φιλέτο αναξιοποίητο την εποχή που όλοι έχτιζαν. Για λόγους ανεξήγητους έγινε πλατεία. Κούνιες, γύρω γύρω όλοι, ημικυκλικό μονόζυγο, τέσσερα παγκάκια περιμετρικά, κάποια δέντρα και η καθιερωμένη τότε γούρνα που έτρεχε ασταμάτητα νερό. Γέμισε αμέσως παιδιά. Ήταν το στέκι μας.

Τα χρόνια πέρασαν, κι αν και ερήμωσε, στέκει ακόμα. Κάποιοι έφηβοι κάποιες φορές μαζεύονται· μα κι αυτοί φαίνονται παράταιροι. Στην πραγματικότητα ακόμα και τότε είναι άδεια. Και διαφορετική. Χορτάριασε, κάτι ακατόρθωτο στην εποχή μου, αφού όλο μπάλα παίζαμε. Πού να αφήσουμε χόρτο ήσυχο! Οι κούνιες ήταν το παραμυθένιο τέρμα μας, ενώ το μονόζυγο και το γύρω γύρω όλοι ούτε που μας ενοχλούσαν.

Μα ο καιρός περνά, τα πράγματα αλλάζουν. Τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει από τον χρόνο. Χρόνια μετά περπάτησα ξανά μέσα στην πλατεία. Είναι παράξενο πώς, ενώ μεγαλώνεις, τα πράγματα γύρω σου μικραίνουν. Πώς το τεράστιο γήπεδο, μου φάνηκε μια πλατεία μικρή που μπορούσα να τη διασχίσω με δυο δρασκελιές. Πώς δε χρειαζόταν πια να τεντώσω το χέρι μου για να φτάσω το οριζόντιο δοκάρι. Πώς το μονόζυγο που πάντα το φοβόμουν το πέρναγα σε μπόι.

Κάθε βήμα, μια ανάμνηση. Κάθε βήμα και ζούσα πάλι το παρελθόν. Το καλύτερο γκολ που είχα βάλει, τα γυαλένια, έναν καλό τσακωμό του αδερφού μου, έναν γείτονα να περνά σαν πίθηκος τις καμάρες που περιστοιχίζουν την πλατεία. Πολλά. Πράγματα που έχουν αξία μόνο για μένα. Πράγματα που φανερώνονταν μόνο σε μένα με κάθε βήμα.

Είναι εύκολο να παρασυρθείς από τις μνήμες σου. Να πιστέψεις ότι είναι πιο σπουδαίες από ό,τι είναι, να πιστέψεις ότι είσαι καλύτερος από τους νεώτερους. Είναι μόνο αναμνήσεις. Τίποτε άλλο. Αν είσαι τυχερός, θα έχεις μια πλατεία μικρή να τις περπατήσεις πάλι. Αν είσαι άτυχος, όχι.

Κάπου εκεί βγήκα έξω. Περίμενα τη γυναίκα μου για να πάμε για ψώνια και είχα σταθεί να τη δω να ξεπροβάλλει από το βάθος. Μα μου την έφερε για ακόμα μια φορά. Ήρθε από τον πίσω δρόμο γελώντας που την αναζητούσα αλλού. Χαλάλι της. Σημασία έχει ότι ήρθε για να φτιάξουμε μαζί νέες αναμνήσεις.