Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Ο πρόσφυγας

Σε μια γωνία στην Πάτρα ένας πρόσφυγας καθόταν οκλαδόν, λες και είχε βαλθεί να ξεπεράσει τα αγάλματα σε ακινησία, απέναντι από ένα κατάστημα παιχνιδιών. Οι αγκώνες του ήταν χωμένοι στους μηρούς του, το σαγόνι χωμένο στις παλάμες του. Ήταν μία συνηθισμένη γωνία: φτιαγμένη από κακόγουστες πολυκατοικίες και ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια· μα είμαστε στην Πάτρα και αυτό σημαίνει πως πού και πού βλέπεις και κανένα νεοκλασικό, κάποιες φορές ανακαινισμένο, κάποιες όχι.

Σε αυτή τη συνηθισμένη γωνία καθόταν, λοιπόν, οκλαδόν ένας πρόσφυγας κοιτώντας έντονα μια παιδική βιτρίνα. «Τι κοιτά;» αναρωτιόμουν όσο τον πλησίαζα. Ήταν άντρας, σαφώς νεότερος από μένα, αλλά όχι και τόσο για να βλέπει με τόσο ενδιαφέρον ένα κατάστημα παιχνιδιών. Ήταν κι η ώρα τέτοια που ήταν κλειστό και δεν είχε ψυχή μέσα.

Κανονικά θα τον πλησίαζα διακριτικά, ελπίζοντας ότι μια γρήγορη ματιά θα αρκούσε για να καταλάβω τι έβλεπε. Μα —θες οι σκέψεις μου, θες ένας υποσυνείδητος ρατσισμός που αρνούμαι να παραδεχτώ, θες ο χαρακτήρας μου— δεν άλλαξα το βήμα μου. Συνέχισα στον ίδιο ρυθμό και γύρισα όσο πιο αδιάκριτα μπορούσα. Στο βάθος μια τηλεόραση έπαιζε κινούμενα σχέδια.