Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Αληθινή Ιστορία...

Περίμενα τη θέση μου υπομονετικά στην τράπεζα. Ευτυχώς δεν υπήρχε η παραδοσιακή ουρά. Το νούμερο όμως που είχα στα χέρια μου ήταν πολύ μακριά ακόμα. Τουλάχιστον καθόμουν. Ξεκίνησα να διαβάζω ένα βιβλίο που έχω στο κινητό μου. Tο έχω βαρεθεί, μα σίγουρα είναι πιο απολαυστικό από την αναμονή, αλλά ο μπροστινός και η διπλανή δε με άφηναν. Αν και άγνωστοι μεταξύ τους, μιλούσαν με τρόπο που με έπειθε ότι δε θα σταματούσαν σύντομα. Σε λίγο παραδέχτηκα την ήττα μου, έκλεισα το βιβλίο και τους άκουγα...

Ο μπροστινός ήταν ένας ηλικιωμένος, αργότερα έμαθα ότι ήταν άνω των ογδόντα, με μπαστούνι. Κοντός για τώρα, μέτριος στο ύψος για την εποχή του, μιλούσε με φωνή άλλων καιρών. Με φωνή που απέπνεε αξιοπρέπεια αλλοτινή, παράταιρη για μας.

Η διπλανή ήταν πενηντάρα με μαλλί μελαχρινό που μου φαινόταν βαμμένο, όμως στην κορυφή ξεπρόβαλλε μια ανεξήγητη άσπρη τούφα. Δεν ήταν όμορφη, όπως δεν ήταν κι εκείνος, συμπεριφερόταν ράθυμα μα δεν ήταν ράθυμη. Αρχικά με μπέρδεψε η χροιά της φωνής της, φαινόταν να βαριέται τον ηλικιωμένο, αλλά έκανα λάθος.

Μιλούσαν, για τι άλλο παρά για τις τρέχουσες εξελίξεις. Συζήτηση δίχως ενδιαφέρον, όμως δε με άφηναν να προσέξω κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή. Ξάφνου, ακούω τον μπροστινό να λέει:
"Ελπίζω να μη με παρεξηγήσετε, μόνος μου μένω, τα απογεύματα πηγαίνω στην πλατεία να δροσιστώ, αν θέλετε να κάνουμε παρέα...". Η διπλανή σιώπησε. Δεν ξέρω σε ποιον φάνηκε πιο βασανιστική η αναμονή: σε μένα ή στον ηλικιωμένο; "Μόνο τα Σαββατοκύριακα μπορώ. Τις καθημερινές είμαι στο χωριό μου"...

Τ' άλλα έγιναν γρήγορα ή έτσι μου φάνηκαν. Αντάλλαξαν τηλέφωνα, δεν έβρισκαν στιλό και η ως τότε ράθυμη διπλανή έφαγε τον τόπο για να βρει, χαιρετήθηκαν μόλις η γυναίκα τελείωσε με τον γκισέ και έφυγε με το ίδιο ράθυμο στιλάκι της. Κάποια στιγμή έφυγε και ο ηλικιωμένος. Κι έμεινα να αναρωτιέμαι τι θα γίνει...