Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Πρωτοχρονιάτικο

Πήγαινα στη Δευτέρα δημοτικού όταν ανακάλυψα πως δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης. Αφορμή στάθηκαν οι διαμαρτυρίες του συμμαθητή μου του Κωνσταντίνου, όταν η δασκάλα μάς έβαλε να γράψουμε γράμμα στον άγιο για να ζητήσουμε το δώρο μας:
  • Και πώς γίνεται να πετάνε οι τάρανδοι; 
  • Εμένα μου το είπε ο μπαμπάς μου ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης και οι γονείς δε λένε ψέματα!
  • Και πώς προλαβαίνει και πηγαίνει σε όλα τα παιδιά του κόσμου το ίδιο βράδυ; Αυτά είναι παραμύθια!

Εκείνο το μεσημέρι γύρισα σπίτι προβληματισμένη. Κάτι τα επιχειρήματα του Κωνσταντίνου (ειδικά αυτό με τους τάρανδους με τάραξε πολύ) κάτι η απάντηση της δασκάλας (εντάξει, Κωνσταντίνε, εσύ να πιστεύεις όσα σου είπε ο μπαμπάς σου και οι άλλοι ας πιστεύουν τους δικούς τους γονείς), με είχαν βάλει σε σκέψεις. Η μαμά με διαβεβαίωσε πως όσα έλεγε ο συμμαθητής μου ήταν ανοησίες. Ο Άγιος Βασίλης υπήρχε και θα μου το αποδείκνυε!

Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς αφήσαμε ένα μελομακάρονο πάνω στο τζάκι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, όπως κάναμε κάθε χρόνο. Ήταν κέρασμα για τον Αϊ-Βασίλη. «Να δεις που ο άγιος θα το φάει και φέτος» είπε η μαμά. «Και ξέρεις κάτι; Αν έρθει πριν κοιμηθείς, μπορεί να ακούσεις το καμπανάκι που χτυπάει απ’ το έλκηθρό του.» Αυτό ήταν! Αποφάσισα να μείνω ξύπνια όσο χρειαζόταν και να περιμένω τον Αϊ-Βασίλη. Κι ήμουν τυχερή, γιατί δεν πέρασε πολλή ώρα και άκουσα το καμπανάκι! Πετάχτηκα από το κρεβάτι κι έτρεξα στο σαλόνι. Βρήκα τη μαμά μπροστά στο τζάκι να κοιτάζει μέσα στην καμινάδα. «Κρίμα! Για λίγο δεν τον πρόλαβες! Να, βλέπεις; Έφαγε και το μελομακάρονο!» μου είπε κι έδειξε το άδειο πιατέλο. Πλησίασα στο τζάκι μήπως μπορέσω να δω έστω την μπότα του.
- Αχ, όχι! φώναξα. Το μελομακάρονο του έπεσε στη φωτιά!

Την επομένη πήγαμε με τη μαμά και τον μπαμπά επίσκεψη στη γειτόνισσα, την κυρία Βάσω, να της ευχηθούμε για την ονομαστική της εορτή. Πήρα επίτηδες μαζί μου την κούκλα που μου είχε φέρει ο Άγιος Βασίλης, ίδια κι απαράλλαχτη μ’ αυτή που είχα ζητήσει στο γράμμα. Ήξερα ότι θα ερχόταν κι ο Κωνσταντίνος, γιατί η κυρία Βάσω ήταν γιαγιά του. Κάθισα, λοιπόν, δίπλα στη μαμά, έφαγα την καρυδόπιτα που με κεράσανε και περίμενα τη στιγμή που θα του έδειχνα θριαμβευτικά την κούκλα μου και θα του έλεγα: «Πώς γίνεται, κύριε έξυπνε, τα δώρα να τα φέρνουν οι γονείς, αφού εμείς το γράμμα το γράψαμε κρυφά στο σχολείο; Κι αν θες να ξέρεις, άκουσα το καμπανάκι του Αϊ-Βασίλη όταν ήρθε!».

Κάποια στιγμή, ο Κωνσταντίνος εμφανίστηκε ντυμένος όπως ο μπαμπάς του, με καφέ παντελονάκι και πράσινο πουλόβερ. Σηκώθηκα από τη θέση μου, χαμογέλασα και κατευθύνθηκα προς το μέρος του. Δεν είχα προλάβει να φτάσω στη μέση της σάλας, όταν άκουσα τον μπαμπά του να λέει στον δικό μου:
- Τι έπαθες, κυρ-Αντρέα, χθες βράδυ και βάραγες την κουδούνα στο μπαλκόνι νυχτιάτικα; Έθιμο το ‘χετε στα μέρη σου;