Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Ίσως

Ένας άντρας και μια γυναίκα συζητούν.

Άντρας: Φεύγεις, λοιπόν!
Γυναίκα: Ναι.
Α: Φεύγεις και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σου αλλάξω γνώμη!
Γ: Ναι.
Α: Ναι, ναι, ναι! Μόνο ναι λες! Μου αξίζει κάτι περισσότερο, δε νομίζεις!
Γ: Τα ‘χουμε πει όλα. Τι άλλο μπορώ να σου πω;
Α: Ότι δε θα φύγεις! Μόνο αυτό θέλω ν’ ακούσω. Τίποτε άλλο. Μόνο αυτό.
Γ: Δε γίνεται. Το ξέρεις.
Α: Κι ο λόγος;
Γ: Κι αυτόν τον ξέρεις.
Α: Ναι, τον ξέρω… Έτσι σε ρώτησα… για να κερδίσω λίγο χρόνο. Κάποια λεπτά ακόμα!
Γ: Σου φτάνουν;
Α: Όχι.

(παύση κάποιων δευτερολέπτων)

Α: Θα σε δω ποτέ ξανά;
Γ: Ίσως…

Η γυναίκα φεύγει. Ο άντρας μένει μόνος. Σωριάζεται σε μια πολυθρόνα. Παραπέρα ένα σκοινί. Αναρωτιέται…

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Φύλλα

Προχωρημένο Φθινόπωρο. Τα δέντρα στέκονται γυμνά, αν και πού και πού κάποια φύλλα –κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί– αντιστέκονται. Τ’ άλλα, τα φύλλα που έχουν δραπετεύσει, απλώνονται παντού. Ο άνεμος τα ταξιδεύει σε πλατείες και τ’ απιθώνει χάμω. Στρώνει χαλί που το πατούν οι διαβάτες. Περιέργως, τα βήματά τους δεν το βρωμίζουν μα τ’ ανακατεύουν, φτιάχνοντας κάθε φορά κι ένα καινούριο σχέδιο που κρατά μέχρι την επόμενη δρασκελιά.

Τ’ απιθώνει και στους δρόμους. Τα αυτοκίνητα δε χάνουν την ευκαιρία και χορεύουν μαζί τους. Τα στροβιλίζουν καθώς περνούν από πάνω τους, κι αυτά, αφού υψωθούν, κυλούν αργά προς τα κάτω, ξαποσταίνουν και περιμένουν τον επόμενο καβαλιέρο.

Τ’ απιθώνει και μες στα σπίτια κι αναστατώνει τις νοικοκυρές, καθώς παλεύουν με τη σκούπα να τα διώξουν. Μα αυτά ανυπάκουα. Πότε επανέρχονται και πότε γίνονται ένα με το πάτωμα και, λες και αποζητούν το χάδι, μόνο χέρι –γυναικείο καλύτερα– μπορεί να τα ξεκολλήσει.

Σπάνια κάποιο τυχερό –κόκκινο, κίτρινο ή πορτοκαλί– κάθεται στα μαλλιά κάποιου όμορφου κοριτσιού. Αυτό αγανακτεί και προσπαθεί να το διώξει. Βλέπετε, της χαλά την εμφάνιση, όλο το απογευματινό χτένισμα.

Μα κάπου εκεί ένα αγόρι κρυφά χασκογελά. Το φύλλο τού δίνει την ευκαιρία που αποζητούσε. Της χαϊδεύει τα μαλλιά δήθεν για να το διώξει. Μα αυτό, συνωμοτώντας με τ’ αγόρι, χώνεται ολοένα και πιο βαθιά. Είναι η Κερκόπορτα που το αγόρι με χαρά διαβαίνει.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Οι πίνακες

Κάθομαι. Ή μάλλον υπάρχω μέσα σ’ ένα λιβάδι από παπαρούνες –θυμάμαι πολύ καλά πόσο σου άρεσαν– καθισμένος σ’ ένα ξύλινο γραφείο. Ακόμα και τώρα η αγάπη σου για το ξύλο δεν κρύβεται. Έτσι με φαντάζεσαι. Καθιστό να σου γράφω ένα γράμμα. Ένα γράμμα που δε θα το λάβεις ποτέ. Από την άλλη, ίσως και να το λάβεις. Δεν το ξέρω. Δεν μπορώ να το ξέρω. Αυτό το γνωρίζεις μόνον εσύ. Ή θα το γνωρίζεις στο μέλλον. Εγώ απλώς σου γράφω το γράμμα. Το γράφω εδώ και μέρες. Και θα το γράφω μέχρι να τελειώσεις.


Η προηγούμενη δουλειά σού πήρε μήνες. Και τότε υπήρχα. Μα όχι εδώ. Αλλού. Ανασηκωνόμουν από το κρεβάτι με το σεντόνι να σκεπάζει κάτι από τη γύμνια μου. Στεκόμουν, όπως σου άρεσα. Μα δεν ήσουν εκεί να με θαυμάσεις. Έλειπες –είχες δουλειά το ξέρω, όσο και να σου φαίνεται παράξενο το ξέρω, το κατανοώ, είχες δουλειά, έπρεπε να τελειώσεις- και έτσι ήμουν μόνος να ποζάρω χωρίς καμιά να με θαυμάζει. Παράξενο, μου προκαλεί μια αμηχανία να στέκομαι εδώ έτσι συνέχεια, μα κατανοητό.

Μια γυναίκα κάθεται μπροστά από ένα πίνακα με παπαρούνες. Ζωγραφίζει τις λεπτομέρειες ενός άντρα που γράφει ένα γράμμα σ’ ένα ξύλινο γραφείο. Πιο πέρα ένας πίνακας με τον ίδιο άντρα σκεπασμένο μ’ ένα σεντόνι να ποζάρει καθώς ανασηκώνεται από το κρεβάτι του. Στο πάτωμα πεταμένη μια νεκρολογία.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Ο Αργαλειός

Σε φίλησα. Με φίλησες. Τα χείλη γινήκαν νήματα. Ο αργαλειός άρχισε. Με τούτα δούλεψε για λίγο. Σύντομα τα χέρια μας πρόσθεσαν νέα νήματα, νέα χρώματα. Αυτά υφάνθηκαν διαφορετικά. Πρόσφεραν όμως την ίδια ή πιότερη ηδονή.

Τα σώματά μας νήματα. Υφάνθηκαν κι αυτά αργά, προσεχτικά. Κάθε σημείο -με προσοχή, με ευλάβεια- έδωσε το δικό του σχέδιο. Μοναδικό, πολύτιμο.

Κι ο αργαλειός συνέχιζε. Το ίδιο κι εμείς. Άλλοτε αργά, βασανιστικά. Πότε γρήγορα κι έντονα,  κάποιες φορές με μικρά διαλείμματα στοχασμού. Το ύφασμα προχωρούσε. Στολιζόταν. Μεγάλωνε. Γινόταν πολύτιμο, βαρύ, εξαίσιο.

Κι όμως, τόση δουλειά και το κέντρο άφτιαχτο. Ανέγγιχτο. Ο αργαλειός δεν το πλησίαζε.Το ίδιο κι εμείς.  Το αφήναμε για το τέλος. Θέλαμε να 'ναι τέλειο, αντάξιο του πάθους μας, να 'χει την προσοχή μας.

Του τη δώσαμε. Ο αργαλειός δοκιμάστηκε. Δε φτιάχνονται έτσι, χωρίς κόπο, αυτά τα στολίδια. Τούτο έπρεπε να 'ταν το κορυφαίο. Το πιο πολύτιμο. Όλο το ύφασμα. Και ο αργαλειός το κατάφερε.

Και σαν τελείωσε, το ύφασμα μας τύλιξε, τα όνειρα μας πήραν. Ταξιδέψαμε...

Και την άλλη μέρα ο αργαλειός άρχισε πάλι...

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Παιδικό Κρεβάτι

Πριν χρόνια είχαμε πάρει ένα μικρό παιδικό κρεβάτι. Τα κεφαλάρια του γαλαζωπά, με παιδικά ζουμερά αρκουδάκια ζωγραφισμένα πάνω τους. Συνήθως του στρώναμε κι ένα γαλάζιο πάπλωμα με σχέδια παρόμοια με τα αρκουδάκια, κι έτσι φαινόταν σαν πάπλωμα και κρεβάτι να τα είχε σχεδιάσει ο ίδιος άνθρωπος, ο ίδιος τεχνίτης. Εκεί κοιμόταν ο γιος μου ο μεγάλος –μεγάλος… δυο χρονών ήταν–, ενώ ο μικρός στην κούνια, μέχρι που μεγάλωσαν και τα δυο και το κρεβατάκι παροπλίστηκε. Δε χωρούσε πια πουθενά ούτε θα το χρησιμοποιούσαμε ξανά. Το διέλυσα, λοιπόν, –δε με δυσκόλεψε– και το πέταξα στην αποθήκη. Η μοίρα του, τελικά, ελλείψει χώρου ήταν να φύγει κι από κει και να καταλήξει δίπλα στα σκουπίδια.


Εκεί παρέμεινε μερικές μέρες. Ώσπου χάθηκε. Δεν κατάλαβα πότε ακριβώς συνέβη, αλλά χάθηκε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Βγαίνοντας, βλέπεις, από το σπίτι μου υπάρχει ένα στενό. Αρκετά πλατύ είναι αλήθεια, στρωμένο με χαλίκι και τσιμέντο. Πολλές φορές περνώ από ‘κει και πάντα μ’ αρέσουν οι ανάσες που παίρνω διασχίζοντας τους άκομψους μα κατάφυτους κήπους που το ζώνουν. Εκεί, σχεδόν με το που μπαίνεις, το συνάντησα. Ή μάλλον ό,τι είχε απομείνει. Τα δυο κεφαλάρια του, γυρισμένα, απιθωμένα το ένα πάνω στο άλλο, σαν να προσπαθούσαν απεγνωσμένα να δώσουν μια ενότητα σε κάτι που είχε προ πολλού χαθεί, στέκονταν σαν να μην ήξεραν πού είναι, αταίριαστα με το περιβάλλον.


Μνήμες πολλές πέρασαν από το νου μου. Τα παιχνίδια των παιδιών, ο ύπνος τους πάνω σ’ αυτό, ακόμα και η δική μου προσπάθεια να χωρέσω σ’ ένα κρεβάτι πενήντα πόντους πιο κοντό από μένα. Μα πιο πολύ με παραξένεψε η πράξη του άλλου. Αυτού που το είχε ακουμπήσει εκεί. Τότε συνειδητοποίησα ότι το γεμάτο μνήμες παιδικό κρεβάτι, δεν ήταν τίποτε για τους άλλους. Τίποτε. Μπορούσες να το ακουμπήσεις όπου ήθελες, να πάρεις ό,τι ήθελες και να φύγεις. Δεν το συντρόφευαν μνήμες, συναισθήματα, κάτι τέλος πάντων. Για όλους τους άλλους ήταν ένα απλό πράγμα.


Και τότε αναρωτήθηκα: Πόσες φορές δεν έχω κι εγώ φερθεί ανάλογα; Πόσες φορές δεν έχω αδιαφορήσει για τις μνήμες των άλλων;

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Χείλη από τριαντάφυλλα





Χείλη γυναίκας. Ίδια με τριαντάφυλλο. Κόκκινα, βελούδινα, απαλά, με μια σταγόνα ή περισσότερες πάνω τους. Η σταγόνα ή οι σταγόνες στέκονται και μετά, για να σε προκαλέσουν κι άλλο, κυλούν αργά, ηδονικά, χαϊδεύοντας το πέταλο ή τα πέταλα που διασχίζουν. Σ’ όλο τον δρόμο αφήνουν υγρά χνάρια πάνω τους. Κάνουν έρωτα στα πέταλα και σε καλούν να ‘ρθεις κι εσύ.


        Κοντοστέκεσαι. Το σκέφτεσαι. Θες να πας. Αυτό είναι προφανές. Είσαι άντρας. Τι άλλο να ζητάς; Θέλεις να αρπάξεις την ηδονή, να της δείξεις από τι μέταλλο είσαι φτιαγμένος. Να σε γνωρίσει σαν άντρα.


        «Μπαμπά, πάμε να φύγουμε, βαρεθήκαμε». Κι απομακρύνεσαι στο βάθος…

Περιμένοντας...

Τον πρώτο καιρό πιστεύω ότι υπάρχεις από τα λόγια της μάνας σου. Αυτή μου το ‘πε. Εγώ δε σε βλέπω. Βλέπω, ωστόσο, την κούρασή της, τους εμετούς της, το άγχος της. Ανησυχεί, φοβάται για σένα. Δεν σ’ έχει δει ακόμα, μα σε νιώθει μέσα της. Εγώ, όμως, δε βιώνω τίποτα απ’ αυτά. Μονάχα παρατηρώ τις αλλαγές στη μάνα σου.


          Αργότερα μου το λέει και το σώμα της. Τη φουσκώνεις. Την αλλάζεις. Κουράζεται περισσότερο. Βαραίνει. Μα δε σε κατηγορεί. Σ’ αγαπά. Σε συγχωρεί γι’ αυτά που της κάνεις. Υπομένει το μαρτύριο της αλλαγής του σώματός της με καρτερικότητα, με αγάπη. Το ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω. Είσαι άντρας κι εσύ σαν κι εμένα και αυτά δεν τα πιάνεις. Δεν πειράζει. Θα περάσουν τα χρόνια και τότε θα δεις. Τότε θα μάθεις.


          Και πάλι, όμως, εγώ δε βιώνω τίποτα. Μονάχα παρατηρώ. Μονάχα βλέπω. Για μένα ακόμα δεν υπάρχεις. Υπάρχει μόνο η μαρτυρία σου. Ώσπου μια μέρα κάτι προβάλλει. Ίσως ένα χέρι, ίσως ένα πόδι, ίσως κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Μα αυτή είναι η πρώτη επαφή που έχουμε μεταξύ μας. Εγώ κι εσύ και στη μέση η μάνα σου. Η γυναίκα μου.


          Άλλοτε πάλι την κλοτσάς. Μπορεί να είσαι μικρός ακόμα, μα κλοτσάς γερά. Κάποιες φορές την πονάς. Δεν το θες –το ξέρω καλά- μα την πονάς. Κι εγώ τότε βάζω το χέρι μου για να σε ηρεμήσω. Αυτή είναι η δεύτερη επαφή μας. Πειθαρχικού χαρακτήρα. Τα κάνει κι αυτά ο πατέρας. Θα το υποστείς κι αργότερα.


          Μα δεν τα έχουμε πει ακόμα μεταξύ μας. Βρίσκεται πάντα ανάμεσα η μάνα. Μας ενώνει και μας χωρίζει. Όχι όμως για πολύ ακόμα. Γιατί ο καιρός πλησιάζει που θα σ’ αγκαλιάσω. Και τότε θα τα πούμε μόνοι μας. Οι δυο μας. Σαν άντρες.