Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Εύχομαι


Εύχομαι –να ξέρεις ότι δεν το περίμενα ποτέ μου να το ευχηθώ, να όμως που το εύχομαι– εύχομαι, λοιπόν, να πίστευα στον θεό. Όχι να πήγαινα στην εκκλησία του ή να τηρούσα τις εντολές του ή να 'ξερα ακόμα ποιος είναι, ο Αλλάχ, ο Βούδας ή κάποιος άλλος. Όχι, τίποτα απ' αυτά. Εύχομαι απλώς να πίστευα στην ύπαρξή του. Θα μου 'φτανε. Θα ήλπιζα ότι θα σε δω ξανά. Τούτο θα απάλυνε τον πόνο μου.

Μα δεν μπορώ. Μόνος, άθεος, πασχίζω να σε κρατήσω μέσα μου. Είναι το μόνο μέρος που υπάρχεις τώρα. Κι εκεί όμως σαν δέντρο μεγάλο, τρανό, που όλα του τα φύλλα έχουν γίνει άλλα κίτρινα και άλλα πορτοκαλιά και πέφτουν μέσα στο φθινόπωρο, έτσι κι εσύ φυλλορροείς. Πασχίζω πολύ, μ΄όλη μου τη δύναμη να τα μαζέψω. Μα ο άνεμος, οι άνθρωποι που διαβαίνουν από κάτω, αδιάφοροι για τον δικό μου πόνο, τα στέλνουν άλλα από 'δω κι άλλα από 'κει. Αν τουλάχιστον πήγαιναν όλα στην ίδια μεριά να είχα μια ελπίδα. Μα...

Έτσι ξεγλιστράς. Το δέρμα μου –πρώτα ήσουν παντού κάτω από το δέρμα μου, μόνο εσύ και το δέρμα μου υπήρχε– αδειάζει. Κι αλίμονο, την απουσία σου δεν τη γεμίζει κάτι άλλο...
 

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Ο Κισσός και η Κοπέλα

Κισσός. Πράσινος. Κοπέλα. Λευκή. Ο πράσινος κισσός ανεβαίνει στα πόδια της λευκής κοπέλας. Τυλίγεται. Ελίσσεται γύρω από τη μέση της, γύρω από την κοιλιά της, διαγώνια σκεπάζει το κλωνάρι το δεξί μαστό. Ένα φύλλο προσπαθεί να καλύψει τον αριστερό. Πίσω από την πλάτη δύο νέα κλωνάρια φύονται. Καθένα τυλίγει κι από ‘να χέρι. Μονάχα λαιμός και πρόσωπο απομένουν ξέσκεπα.

Πράσινο και λευκό. Νικητής το πράσινο.

Άνεμος. Άχρωμος. Αρσενικός. Ορμά και τα φύλλα του κισσού πάλλονται. Σχηματίζουν ορθή γωνία με το σώμα. Το αριστερό στήθος φαίνεται καθαρά πια. Το χαϊδεύει ο άνεμος.

Πράσινο και λευκό. Νικητής το λευκό.

Άνεμος. Ημερεύει. Τα φύλλα ξαναπέφτουν. Σκεπάζουν και πάλι το κορμί.

Πράσινο και λευκό. Νικητής το πράσινο. Για την ώρα.

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Ίσως

Ένας άντρας και μια γυναίκα συζητούν.

Άντρας: Φεύγεις, λοιπόν!
Γυναίκα: Ναι.
Α: Φεύγεις και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σου αλλάξω γνώμη!
Γ: Ναι.
Α: Ναι, ναι, ναι! Μόνο ναι λες! Μου αξίζει κάτι περισσότερο, δε νομίζεις!
Γ: Τα ‘χουμε πει όλα. Τι άλλο μπορώ να σου πω;
Α: Ότι δε θα φύγεις! Μόνο αυτό θέλω ν’ ακούσω. Τίποτε άλλο. Μόνο αυτό.
Γ: Δε γίνεται. Το ξέρεις.
Α: Κι ο λόγος;
Γ: Κι αυτόν τον ξέρεις.
Α: Ναι, τον ξέρω… Έτσι σε ρώτησα… για να κερδίσω λίγο χρόνο. Κάποια λεπτά ακόμα!
Γ: Σου φτάνουν;
Α: Όχι.

(παύση κάποιων δευτερολέπτων)

Α: Θα σε δω ποτέ ξανά;
Γ: Ίσως…

Η γυναίκα φεύγει. Ο άντρας μένει μόνος. Σωριάζεται σε μια πολυθρόνα. Παραπέρα ένα σκοινί. Αναρωτιέται…

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Φύλλα

Προχωρημένο Φθινόπωρο. Τα δέντρα στέκονται γυμνά, αν και πού και πού κάποια φύλλα –κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί– αντιστέκονται. Τ’ άλλα, τα φύλλα που έχουν δραπετεύσει, απλώνονται παντού. Ο άνεμος τα ταξιδεύει σε πλατείες και τ’ απιθώνει χάμω. Στρώνει χαλί που το πατούν οι διαβάτες. Περιέργως, τα βήματά τους δεν το βρωμίζουν μα τ’ ανακατεύουν, φτιάχνοντας κάθε φορά κι ένα καινούριο σχέδιο που κρατά μέχρι την επόμενη δρασκελιά.

Τ’ απιθώνει και στους δρόμους. Τα αυτοκίνητα δε χάνουν την ευκαιρία και χορεύουν μαζί τους. Τα στροβιλίζουν καθώς περνούν από πάνω τους, κι αυτά, αφού υψωθούν, κυλούν αργά προς τα κάτω, ξαποσταίνουν και περιμένουν τον επόμενο καβαλιέρο.

Τ’ απιθώνει και μες στα σπίτια κι αναστατώνει τις νοικοκυρές, καθώς παλεύουν με τη σκούπα να τα διώξουν. Μα αυτά ανυπάκουα. Πότε επανέρχονται και πότε γίνονται ένα με το πάτωμα και, λες και αποζητούν το χάδι, μόνο χέρι –γυναικείο καλύτερα– μπορεί να τα ξεκολλήσει.

Σπάνια κάποιο τυχερό –κόκκινο, κίτρινο ή πορτοκαλί– κάθεται στα μαλλιά κάποιου όμορφου κοριτσιού. Αυτό αγανακτεί και προσπαθεί να το διώξει. Βλέπετε, της χαλά την εμφάνιση, όλο το απογευματινό χτένισμα.

Μα κάπου εκεί ένα αγόρι κρυφά χασκογελά. Το φύλλο τού δίνει την ευκαιρία που αποζητούσε. Της χαϊδεύει τα μαλλιά δήθεν για να το διώξει. Μα αυτό, συνωμοτώντας με τ’ αγόρι, χώνεται ολοένα και πιο βαθιά. Είναι η Κερκόπορτα που το αγόρι με χαρά διαβαίνει.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Οι πίνακες

Κάθομαι. Ή μάλλον υπάρχω μέσα σ’ ένα λιβάδι από παπαρούνες –θυμάμαι πολύ καλά πόσο σου άρεσαν– καθισμένος σ’ ένα ξύλινο γραφείο. Ακόμα και τώρα η αγάπη σου για το ξύλο δεν κρύβεται. Έτσι με φαντάζεσαι. Καθιστό να σου γράφω ένα γράμμα. Ένα γράμμα που δε θα το λάβεις ποτέ. Από την άλλη, ίσως και να το λάβεις. Δεν το ξέρω. Δεν μπορώ να το ξέρω. Αυτό το γνωρίζεις μόνον εσύ. Ή θα το γνωρίζεις στο μέλλον. Εγώ απλώς σου γράφω το γράμμα. Το γράφω εδώ και μέρες. Και θα το γράφω μέχρι να τελειώσεις.


Η προηγούμενη δουλειά σού πήρε μήνες. Και τότε υπήρχα. Μα όχι εδώ. Αλλού. Ανασηκωνόμουν από το κρεβάτι με το σεντόνι να σκεπάζει κάτι από τη γύμνια μου. Στεκόμουν, όπως σου άρεσα. Μα δεν ήσουν εκεί να με θαυμάσεις. Έλειπες –είχες δουλειά το ξέρω, όσο και να σου φαίνεται παράξενο το ξέρω, το κατανοώ, είχες δουλειά, έπρεπε να τελειώσεις- και έτσι ήμουν μόνος να ποζάρω χωρίς καμιά να με θαυμάζει. Παράξενο, μου προκαλεί μια αμηχανία να στέκομαι εδώ έτσι συνέχεια, μα κατανοητό.

Μια γυναίκα κάθεται μπροστά από ένα πίνακα με παπαρούνες. Ζωγραφίζει τις λεπτομέρειες ενός άντρα που γράφει ένα γράμμα σ’ ένα ξύλινο γραφείο. Πιο πέρα ένας πίνακας με τον ίδιο άντρα σκεπασμένο μ’ ένα σεντόνι να ποζάρει καθώς ανασηκώνεται από το κρεβάτι του. Στο πάτωμα πεταμένη μια νεκρολογία.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Ο Αργαλειός

Σε φίλησα. Με φίλησες. Τα χείλη γινήκαν νήματα. Ο αργαλειός άρχισε. Με τούτα δούλεψε για λίγο. Σύντομα τα χέρια μας πρόσθεσαν νέα νήματα, νέα χρώματα. Αυτά υφάνθηκαν διαφορετικά. Πρόσφεραν όμως την ίδια ή πιότερη ηδονή.

Τα σώματά μας νήματα. Υφάνθηκαν κι αυτά αργά, προσεχτικά. Κάθε σημείο -με προσοχή, με ευλάβεια- έδωσε το δικό του σχέδιο. Μοναδικό, πολύτιμο.

Κι ο αργαλειός συνέχιζε. Το ίδιο κι εμείς. Άλλοτε αργά, βασανιστικά. Πότε γρήγορα κι έντονα,  κάποιες φορές με μικρά διαλείμματα στοχασμού. Το ύφασμα προχωρούσε. Στολιζόταν. Μεγάλωνε. Γινόταν πολύτιμο, βαρύ, εξαίσιο.

Κι όμως, τόση δουλειά και το κέντρο άφτιαχτο. Ανέγγιχτο. Ο αργαλειός δεν το πλησίαζε.Το ίδιο κι εμείς.  Το αφήναμε για το τέλος. Θέλαμε να 'ναι τέλειο, αντάξιο του πάθους μας, να 'χει την προσοχή μας.

Του τη δώσαμε. Ο αργαλειός δοκιμάστηκε. Δε φτιάχνονται έτσι, χωρίς κόπο, αυτά τα στολίδια. Τούτο έπρεπε να 'ταν το κορυφαίο. Το πιο πολύτιμο. Όλο το ύφασμα. Και ο αργαλειός το κατάφερε.

Και σαν τελείωσε, το ύφασμα μας τύλιξε, τα όνειρα μας πήραν. Ταξιδέψαμε...

Και την άλλη μέρα ο αργαλειός άρχισε πάλι...

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Παιδικό Κρεβάτι

Πριν χρόνια είχαμε πάρει ένα μικρό παιδικό κρεβάτι. Τα κεφαλάρια του γαλαζωπά, με παιδικά ζουμερά αρκουδάκια ζωγραφισμένα πάνω τους. Συνήθως του στρώναμε κι ένα γαλάζιο πάπλωμα με σχέδια παρόμοια με τα αρκουδάκια, κι έτσι φαινόταν σαν πάπλωμα και κρεβάτι να τα είχε σχεδιάσει ο ίδιος άνθρωπος, ο ίδιος τεχνίτης. Εκεί κοιμόταν ο γιος μου ο μεγάλος –μεγάλος… δυο χρονών ήταν–, ενώ ο μικρός στην κούνια, μέχρι που μεγάλωσαν και τα δυο και το κρεβατάκι παροπλίστηκε. Δε χωρούσε πια πουθενά ούτε θα το χρησιμοποιούσαμε ξανά. Το διέλυσα, λοιπόν, –δε με δυσκόλεψε– και το πέταξα στην αποθήκη. Η μοίρα του, τελικά, ελλείψει χώρου ήταν να φύγει κι από κει και να καταλήξει δίπλα στα σκουπίδια.


Εκεί παρέμεινε μερικές μέρες. Ώσπου χάθηκε. Δεν κατάλαβα πότε ακριβώς συνέβη, αλλά χάθηκε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Βγαίνοντας, βλέπεις, από το σπίτι μου υπάρχει ένα στενό. Αρκετά πλατύ είναι αλήθεια, στρωμένο με χαλίκι και τσιμέντο. Πολλές φορές περνώ από ‘κει και πάντα μ’ αρέσουν οι ανάσες που παίρνω διασχίζοντας τους άκομψους μα κατάφυτους κήπους που το ζώνουν. Εκεί, σχεδόν με το που μπαίνεις, το συνάντησα. Ή μάλλον ό,τι είχε απομείνει. Τα δυο κεφαλάρια του, γυρισμένα, απιθωμένα το ένα πάνω στο άλλο, σαν να προσπαθούσαν απεγνωσμένα να δώσουν μια ενότητα σε κάτι που είχε προ πολλού χαθεί, στέκονταν σαν να μην ήξεραν πού είναι, αταίριαστα με το περιβάλλον.


Μνήμες πολλές πέρασαν από το νου μου. Τα παιχνίδια των παιδιών, ο ύπνος τους πάνω σ’ αυτό, ακόμα και η δική μου προσπάθεια να χωρέσω σ’ ένα κρεβάτι πενήντα πόντους πιο κοντό από μένα. Μα πιο πολύ με παραξένεψε η πράξη του άλλου. Αυτού που το είχε ακουμπήσει εκεί. Τότε συνειδητοποίησα ότι το γεμάτο μνήμες παιδικό κρεβάτι, δεν ήταν τίποτε για τους άλλους. Τίποτε. Μπορούσες να το ακουμπήσεις όπου ήθελες, να πάρεις ό,τι ήθελες και να φύγεις. Δεν το συντρόφευαν μνήμες, συναισθήματα, κάτι τέλος πάντων. Για όλους τους άλλους ήταν ένα απλό πράγμα.


Και τότε αναρωτήθηκα: Πόσες φορές δεν έχω κι εγώ φερθεί ανάλογα; Πόσες φορές δεν έχω αδιαφορήσει για τις μνήμες των άλλων;