Υπάρχουν στιγμές που μια γυναίκα με τη βοήθεια ενός άντρα τραγουδά. Όλες λένε το ίδιο τραγούδι, μα η ερμηνεία καθεμιάς είναι μοναδική. Κάποιες σιγοτραγουδούν, κάποιες σχεδόν φωνάζουν, ενώ κάποιες βρίσκονται ανάμεσα. Όλες όμως σαγηνεύουν τον άντρα. Τους παραδίδεται κι ας μην το παραδέχεται. Κι αυτές, σαν συνεννοημένες από πριν, καμώνονται πως δεν το ξέρουν.
Βέβαια, κάποιες φορές προσποιούνται. Μα αν ο άντρας είναι επιδέξιος, τεχνίτης καλός, θα χαϊδέψει απαλά τις χορδές του εγχόρδου, θα χτυπήσει γλυκά το κρουστό, θα φυσήξει με πάθος στο πνευστό και θα του δώσουν, τότε, το αληθινό τραγούδι. Κι αν είναι μάστορας αληθινός, πρωτομάστορας όπως τον έλεγαν παλιά, αν έχει μεράκι γι’ αυτήν την τέχνη, αν της έχει αφοσιωθεί, αν έχει ασχοληθεί χρόνια με αγάπη μαζί της, θα την κάνει να κελαηδήσει κι άλλη μια φορά, κι ακόμα μία και - ποιος ξέρει - ίσως κι ακόμα μια…
Και όταν σταματήσει να θωπεύει απαλά τις χορδές του εγχόρδου, να χτυπά γλυκά το κρουστό, να φυσά με όλο του το είναι στο πνευστό, τότε δεν είναι ώρα για χειροκροτήματα και επευφημίες. Τότε με γλυκόλογα τρυφερά οφείλει σαν έμπειρος εραστής να την αγκαλιάσει για να νιώσει μοναδική. Να πιστέψει ότι είναι μόνο δικός της...
Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010
Το τραγούδι της Γυναίκας
Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010
Η Απόφαση
Κοιτάζει το ρολόι. Δεν ξεκινά ακόμα. Αν ξεκινήσει τώρα θα τη χάσει. Δε θα τη δει. Κι έχει μέρες να τη δει. Του λείπει. Εκείνη το ξέρει; Πώς θα μπορούσε; Δεν έχουν μιλήσει ποτέ. Μόνο τα μάτια τους έχουν ανταλλάξει λέξεις καυτές, ερωτικές, σιωπηλές. Και αυτή η σιωπή δεν αφήνει να προχωρήσουν τα πράγματα. Το ξέρει ότι πρέπει να κάνει το επόμενο βήμα. Το έχει αποφασίσει. Σήμερα είναι η μέρα. Σήμερα θα το κάνει. Αρκεί να είναι εκεί. Αρκεί να την συναντήσει…
Δε φαίνεται πουθενά. Βέβαια δεν έχει περάσει ακόμα τη διασταύρωση. Εκεί συνήθως την πετυχαίνει. Εκεί πρωτομίλησαν με τα μάτια. Ήταν μια συνομιλία έντονη. Όπως και όλες οι επόμενες. Πότε γύριζε αυτή πίσω για να τον κοιτάξει, πότε τίναζε τυχαία τα μαλλιά της για να την προσέξει. Ναι, τίναζε τα μαλλιά της γι’ αυτόν. Το ήξερε. Μια φορά την είχε μπροστά του να περπατά χωρίς η ίδια να τον έχει δει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, και βάδιζε γοργά χωρίς νάζι και τσαχπινιά. Χωρίς αισθησιασμό. Και φυσικά πού σκέψεις να τινάξει το μαλλί. Βιαζόταν. Μα δεν την πρόλαβε. Χάθηκε πριν τον δει…
Μα αυτή τη φορά δε θα συμβεί τίποτε απ’ αυτά. Θα της μιλήσει. Θα της πει λόγια όμορφα, ερωτικά. Λόγια που δεν έχει πει σ’ άλλη. Θα κάνουν έρωτα με τα μάτια. Μετά θα την αγγίξει. Όχι χυδαία, αλλά ερωτικά. Θα της αγγίξει τα δάχτυλα. Θα κάνουν έρωτα με τα δάχτυλά τους. Μετά με το σώμα τους, με την ψυχή τους…
Στη διασταύρωση έπεσε επάνω της. Την πέτυχε αγκαλιά με άλλον να φιλιέται…
…
Μα αυτή τη φορά δε θα συμβεί τίποτε απ’ αυτά. Θα της μιλήσει. Θα της πει λόγια όμορφα, ερωτικά. Λόγια που δεν έχει πει σ’ άλλη. Θα κάνουν έρωτα με τα μάτια. Μετά θα την αγγίξει. Όχι χυδαία, αλλά ερωτικά. Θα της αγγίξει τα δάχτυλα. Θα κάνουν έρωτα με τα δάχτυλά τους. Μετά με το σώμα τους, με την ψυχή τους…
Στη διασταύρωση έπεσε επάνω της. Την πέτυχε αγκαλιά με άλλον να φιλιέται…
Τρίτη 15 Ιουνίου 2010
Σχολική Φωτογραφία
Μια ακόμα στιλιζαρισμένη σχολική φωτογραφία. Τα παιδιά, τα μισά όρθια και τ’ άλλα μισά καθισμένα μπροστά, ποζάρουν. Στο φόντο κυριαρχεί ένα μουντό κόκκινο χρώμα, δίχως έμπνευση, δίχως πνοή, σχολικό καθαρά.
«Η Ι. βλέπεις; Πραγματική τσαούσω, ενώ η Α. κοριτσάκι…» μου είπες, μα δε σε πρόσεχα. Δε σε πρόσεχα αληθινά, εννοώ. Μιλάς για το σχολείο που ξέρω, για τους μαθητές που τόσες φορές μου έχεις αναφέρει, κι έτσι μπορώ να καταλάβω πολλά χωρίς να σε προσέχω πάντα.
Κι όμως, κοίταζα τη φωτογραφία. Στιλιζαρισμένη, το ξέρω, μα και διαφορετική. Δεν ήταν σαν την περσινή που σε είχε παραμορφώσει ο φωτογράφος. Όλους σας είχε παραμορφώσει. Θυμάσαι; Εσύ μου το είχες πει. Όχι, δεν ήταν σαν την περσινή. Εδώ δέσποζες.
Ακουμπούσες τα χέρια σου στα παιδιά που ήταν μπροστά σου και ήταν σαν να αγκάλιαζες όλη την τάξη. Μα δεν πρόσεχα αυτό. Δε με ενδιαφέρει αυτό. Είμαι ο εραστής σου και πρόσεχα το σώμα σου. Παρατηρούσα το ανεπαίσθητο τελικό σίγμα που διέγραφε το κορμί σου, πολύ πιο κρυφό απ’ αυτό που λάξευε ο αρχαίος γλύπτης, ο Πραξιτέλης, στα αγάλματά του. Ένας ανεπαίσθητος αισθησιασμός ανέβλυζε, χωρίς όμως να το θες –το ξέρω πολύ καλά. ‘Οπως ξέρω πολύ καλά τη δική μου αδυναμία να ξεφύγω απ’ αυτόν. Την αδυναμία κάθε άντρα να ξεφύγει απ’ αυτόν...
«Η Ι. βλέπεις; Πραγματική τσαούσω, ενώ η Α. κοριτσάκι…» μου είπες, μα δε σε πρόσεχα. Δε σε πρόσεχα αληθινά, εννοώ. Μιλάς για το σχολείο που ξέρω, για τους μαθητές που τόσες φορές μου έχεις αναφέρει, κι έτσι μπορώ να καταλάβω πολλά χωρίς να σε προσέχω πάντα.
Κι όμως, κοίταζα τη φωτογραφία. Στιλιζαρισμένη, το ξέρω, μα και διαφορετική. Δεν ήταν σαν την περσινή που σε είχε παραμορφώσει ο φωτογράφος. Όλους σας είχε παραμορφώσει. Θυμάσαι; Εσύ μου το είχες πει. Όχι, δεν ήταν σαν την περσινή. Εδώ δέσποζες.
Ακουμπούσες τα χέρια σου στα παιδιά που ήταν μπροστά σου και ήταν σαν να αγκάλιαζες όλη την τάξη. Μα δεν πρόσεχα αυτό. Δε με ενδιαφέρει αυτό. Είμαι ο εραστής σου και πρόσεχα το σώμα σου. Παρατηρούσα το ανεπαίσθητο τελικό σίγμα που διέγραφε το κορμί σου, πολύ πιο κρυφό απ’ αυτό που λάξευε ο αρχαίος γλύπτης, ο Πραξιτέλης, στα αγάλματά του. Ένας ανεπαίσθητος αισθησιασμός ανέβλυζε, χωρίς όμως να το θες –το ξέρω πολύ καλά. ‘Οπως ξέρω πολύ καλά τη δική μου αδυναμία να ξεφύγω απ’ αυτόν. Την αδυναμία κάθε άντρα να ξεφύγει απ’ αυτόν...
Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010
Έλα
Έλα. Μη μου γυρίζεις την πλάτη. Το ξέρω πως δεν το εννοείς. Το ξέρω πως θες να σε αγκαλιάσω. Δε με βοηθάς όμως. Κλείνεσαι. Ναι, κλείνεσαι! Μην το αρνείσαι! Πώς να σ’ αγκαλιάσω όταν με απομακρύνεις; Το μόνο που θέλω είναι να σ’ αγκαλιάσω…
Αργότερα…
Δε μου φτάνει μόνο η αγκαλιά. Θέλω να μου μιλήσεις. Να μου ανοιχτείς. Θέλω να σ’ ακούσω. Στο υπόσχομαι, μόνο θα σ’ ακούσω. Δε θα σε κρίνω. Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Άφησέ με να σου το δείξω…
Αργότερα…
Το είδες; Δεν ήταν τίποτα. Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να μου μιλήσεις. Τίποτε άλλο. Να μου μιλήσεις. Αυτό αρκεί. Πάντα αρκούσε. Το ήξερες και το ξέρεις. Μάλλον τελικά σ’ αρέσει να με παιδεύεις…
Και ο Εραστής συνεχίζει να μιλά με το ίδιο πάθος στην άδεια πολυθρόνα…
Αργότερα…
Δε μου φτάνει μόνο η αγκαλιά. Θέλω να μου μιλήσεις. Να μου ανοιχτείς. Θέλω να σ’ ακούσω. Στο υπόσχομαι, μόνο θα σ’ ακούσω. Δε θα σε κρίνω. Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Άφησέ με να σου το δείξω…
Αργότερα…
Το είδες; Δεν ήταν τίποτα. Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να μου μιλήσεις. Τίποτε άλλο. Να μου μιλήσεις. Αυτό αρκεί. Πάντα αρκούσε. Το ήξερες και το ξέρεις. Μάλλον τελικά σ’ αρέσει να με παιδεύεις…
Και ο Εραστής συνεχίζει να μιλά με το ίδιο πάθος στην άδεια πολυθρόνα…
Σάββατο 22 Μαΐου 2010
Η αποθήκη
Στο πατρικό μου στο υπόγειο υπάρχει μια αποθήκη. Δυο δωμάτια είναι, ένα μεγάλο τετράγωνο και ένα πολύ μικρότερο ορθογώνιο. Ολόγυρα άσπροι τοίχοι με μια λευκή ξύλινη πόρτα να τα χωρίζει. Εκεί σύχναζα με τον αδερφό μου. Κατεβαίναμε πολλές φορές και ψάχναμε με τις ώρες στοίβες βιβλίων. Η μυρωδιά της –η μούχλα και η κλεισούρα απλωνόταν παντού– δεν μας πτοούσε. Η ίδια η ηλικία μας μας προέτρεπε να την αγνοούμε επιδεικτικά. Ο αριθμός όμως των βιβλίων ήταν πραγματικό εμπόδιο. Έπρεπε να παλεύεις ώρες μαζί τους για να βρεις, αν τα κατάφερνες, κάτι που να σ’ αρέσει. Βλέπεις, τα περισσότερα ήταν βιβλία για μεγάλους και τα χλευάζαμε. Κάποτε όμως ζητωκραυγάζαμε βουβά. Κάπου ανάμεσα στα βιβλία των μεγάλων φαινόταν να ξεχωρίζει κάποιο δικό μας που μας καλούσε να το ανασύρουμε σαν άλλοι διασώστες. Κάποιες φορές είχαμε δίκιο. Τότε, όλο λαχτάρα τρέχαμε στο σπίτι για να το ξεφυλλίσουμε. Κάποιες φορές αστοχούσαμε. Και αρχίζαμε πάλι από την αρχή να παλεύουμε με τα βιβλία των μεγάλων. Ώσπου, αποκαμωμένοι από τον αγώνα, βάζαμε το χέρι στην τσέπη, βγάζαμε το κλειδί, κλειδώναμε και ανηφορίζαμε προς το σπίτι μονολογώντας:
-Αύριο κάτι θα βρούμε.
Και σαν παιδιά ανέμελα που ήμαστε αρχίζαμε ξανά το παιχνίδι.
Μα τώρα που τα σκέφτομαι, θαρρώ πως εκεί απέκτησα την άσβεστη επιθυμία να πετυχαίνω τους στόχους μου. Και αυτήν την επιθυμία θα ήθελα να πάρουν και οι γιοι μου.
-Αύριο κάτι θα βρούμε.
Και σαν παιδιά ανέμελα που ήμαστε αρχίζαμε ξανά το παιχνίδι.
Μα τώρα που τα σκέφτομαι, θαρρώ πως εκεί απέκτησα την άσβεστη επιθυμία να πετυχαίνω τους στόχους μου. Και αυτήν την επιθυμία θα ήθελα να πάρουν και οι γιοι μου.
Δευτέρα 17 Μαΐου 2010
Η αυλή
Κατεβαίναμε με ορμή τα σκαλιά. Κάποιες φορές στρίβαμε αριστερά. Κάποιες δεξιά. Όπως κι αν επιλέγαμε, μπαίναμε στην αυλή. Δύσκολα, βέβαια, θα την αποκαλούσες έτσι. Βρισκόταν στο έλεος του χρόνου, απεριποίητη, άγρια. Γονιός δε θ’ άφηνε το παιδί του να παίξει εκεί μέσα. Σκουπίδια και μπάζα συναντούσες παντού. Δέντρα ακλάδευτα τσακώνονταν με περικοκλάδες θεριεμένες κι ατίθασες και όλα μαζί σκέπαζαν τα πάντα. Όσον αφορά το ζωικό βασίλειο, πάντα έπεφτες πάνω σε μύγες, σφήκες, ενίοτε και σε ποντίκια. Τίποτε το ωραίο. Τίποτε το καλύτερο.
Αν για τους άλλους ήταν όλα αυτά, για μας ήταν ο δικός μας χώρος για ατέρμονη εξερεύνηση. Εκεί ζήσαμε όλα όσα διαβάζαμε στα βιβλία για τους μεγάλους εξερευνητές. Μαγγελάνος, Βάσκο ντε Γκάμα, Κολόμβος. Ήταν η δικιά μας αχαρτογράφητη περιοχή. Αυτό ήταν το καθήκον μας. Να γνωρίσουμε, να πατήσουμε κάθε γωνιά αυτού του άγριου τόπου. Να ανέβουμε σε κάθε δέντρο, να χωθούμε σε κάθε θάμνο, να τρυπώσουμε σε κάθε δωμάτιο του ετοιμόρροπου πατρικού της μάνας μας. Κάθε βήμα γεμάτο προσμονή για το άγνωστο. Κάθε βήμα γεμάτο χαρά για την κατάκτηση.
Και η αυλή δε τσιγκουνεύτηκε. Μας δόθηκε με πάθος. Τα δώρα της τα θυμάμαι ακόμα. Θυμάμαι, και είμαι σίγουρος πως θυμάται και ο αδελφός μου αν και δεν το κουβεντιάζουμε ποτέ, κάθε καινούρια ανακάλυψη. Θυμάμαι και τη χαρά που τη συνόδευε. Μα πιο πολύ θυμάμαι την προσμονή για τις επόμενες ανακαλύψεις. Αυτή δεν την ξέχασα ποτέ.
Αν για τους άλλους ήταν όλα αυτά, για μας ήταν ο δικός μας χώρος για ατέρμονη εξερεύνηση. Εκεί ζήσαμε όλα όσα διαβάζαμε στα βιβλία για τους μεγάλους εξερευνητές. Μαγγελάνος, Βάσκο ντε Γκάμα, Κολόμβος. Ήταν η δικιά μας αχαρτογράφητη περιοχή. Αυτό ήταν το καθήκον μας. Να γνωρίσουμε, να πατήσουμε κάθε γωνιά αυτού του άγριου τόπου. Να ανέβουμε σε κάθε δέντρο, να χωθούμε σε κάθε θάμνο, να τρυπώσουμε σε κάθε δωμάτιο του ετοιμόρροπου πατρικού της μάνας μας. Κάθε βήμα γεμάτο προσμονή για το άγνωστο. Κάθε βήμα γεμάτο χαρά για την κατάκτηση.
Και η αυλή δε τσιγκουνεύτηκε. Μας δόθηκε με πάθος. Τα δώρα της τα θυμάμαι ακόμα. Θυμάμαι, και είμαι σίγουρος πως θυμάται και ο αδελφός μου αν και δεν το κουβεντιάζουμε ποτέ, κάθε καινούρια ανακάλυψη. Θυμάμαι και τη χαρά που τη συνόδευε. Μα πιο πολύ θυμάμαι την προσμονή για τις επόμενες ανακαλύψεις. Αυτή δεν την ξέχασα ποτέ.
Πέμπτη 13 Μαΐου 2010
Η Σύνθεση
Λιλά. Ένα χρώμα που το έμαθα από σένα. Από τα πέταλα της ορχιδέας που σου αγόρασα. Τη στόλιζε έξοχα. Έδενε, ακόμα, μ’ αυτό που βρισκόταν στα πόδια της: λίγα κλωνάρια χλωρού σταριού παρέα με λεπτοκαμωμένα φύλλα κισσού, που έμοιαζαν να προσπαθούν να ανέβουν ψηλότερα μα να μην μπορούν. Και από πίσω το ωραιότερο. Το φόντο των γυμνών λευκών κλαδιών. Γι’ αυτά σου αγόρασα τη σύνθεση. Για τα γυμνά, γεμάτα με το λευκό χρώμα κλαδιά που γέμιζαν το χώρο πίσω από την ορχιδέα. Γιατί πέρα από το κόκκινο, αυτό είσαι εσύ για μένα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)