Πριν χρόνια είχαμε πάρει ένα μικρό παιδικό κρεβάτι. Τα κεφαλάρια του γαλαζωπά, με παιδικά ζουμερά αρκουδάκια ζωγραφισμένα πάνω τους. Συνήθως του στρώναμε κι ένα γαλάζιο πάπλωμα με σχέδια παρόμοια με τα αρκουδάκια, κι έτσι φαινόταν σαν πάπλωμα και κρεβάτι να τα είχε σχεδιάσει ο ίδιος άνθρωπος, ο ίδιος τεχνίτης. Εκεί κοιμόταν ο γιος μου ο μεγάλος –μεγάλος… δυο χρονών ήταν–, ενώ ο μικρός στην κούνια, μέχρι που μεγάλωσαν και τα δυο και το κρεβατάκι παροπλίστηκε. Δε χωρούσε πια πουθενά ούτε θα το χρησιμοποιούσαμε ξανά. Το διέλυσα, λοιπόν, –δε με δυσκόλεψε– και το πέταξα στην αποθήκη. Η μοίρα του, τελικά, ελλείψει χώρου ήταν να φύγει κι από κει και να καταλήξει δίπλα στα σκουπίδια.
Εκεί παρέμεινε μερικές μέρες. Ώσπου χάθηκε. Δεν κατάλαβα πότε ακριβώς συνέβη, αλλά χάθηκε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Βγαίνοντας, βλέπεις, από το σπίτι μου υπάρχει ένα στενό. Αρκετά πλατύ είναι αλήθεια, στρωμένο με χαλίκι και τσιμέντο. Πολλές φορές περνώ από ‘κει και πάντα μ’ αρέσουν οι ανάσες που παίρνω διασχίζοντας τους άκομψους μα κατάφυτους κήπους που το ζώνουν. Εκεί, σχεδόν με το που μπαίνεις, το συνάντησα. Ή μάλλον ό,τι είχε απομείνει. Τα δυο κεφαλάρια του, γυρισμένα, απιθωμένα το ένα πάνω στο άλλο, σαν να προσπαθούσαν απεγνωσμένα να δώσουν μια ενότητα σε κάτι που είχε προ πολλού χαθεί, στέκονταν σαν να μην ήξεραν πού είναι, αταίριαστα με το περιβάλλον.
Μνήμες πολλές πέρασαν από το νου μου. Τα παιχνίδια των παιδιών, ο ύπνος τους πάνω σ’ αυτό, ακόμα και η δική μου προσπάθεια να χωρέσω σ’ ένα κρεβάτι πενήντα πόντους πιο κοντό από μένα. Μα πιο πολύ με παραξένεψε η πράξη του άλλου. Αυτού που το είχε ακουμπήσει εκεί. Τότε συνειδητοποίησα ότι το γεμάτο μνήμες παιδικό κρεβάτι, δεν ήταν τίποτε για τους άλλους. Τίποτε. Μπορούσες να το ακουμπήσεις όπου ήθελες, να πάρεις ό,τι ήθελες και να φύγεις. Δεν το συντρόφευαν μνήμες, συναισθήματα, κάτι τέλος πάντων. Για όλους τους άλλους ήταν ένα απλό πράγμα.
Και τότε αναρωτήθηκα: Πόσες φορές δεν έχω κι εγώ φερθεί ανάλογα; Πόσες φορές δεν έχω αδιαφορήσει για τις μνήμες των άλλων;
Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010
Παιδικό Κρεβάτι
Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010
Χείλη από τριαντάφυλλα
Χείλη γυναίκας. Ίδια με τριαντάφυλλο. Κόκκινα, βελούδινα, απαλά, με μια σταγόνα ή περισσότερες πάνω τους. Η σταγόνα ή οι σταγόνες στέκονται και μετά, για να σε προκαλέσουν κι άλλο, κυλούν αργά, ηδονικά, χαϊδεύοντας το πέταλο ή τα πέταλα που διασχίζουν. Σ’ όλο τον δρόμο αφήνουν υγρά χνάρια πάνω τους. Κάνουν έρωτα στα πέταλα και σε καλούν να ‘ρθεις κι εσύ.
Κοντοστέκεσαι. Το σκέφτεσαι. Θες να πας. Αυτό είναι προφανές. Είσαι άντρας. Τι άλλο να ζητάς; Θέλεις να αρπάξεις την ηδονή, να της δείξεις από τι μέταλλο είσαι φτιαγμένος. Να σε γνωρίσει σαν άντρα.
«Μπαμπά, πάμε να φύγουμε, βαρεθήκαμε». Κι απομακρύνεσαι στο βάθος…
Περιμένοντας...
Τον πρώτο καιρό πιστεύω ότι υπάρχεις από τα λόγια της μάνας σου. Αυτή μου το ‘πε. Εγώ δε σε βλέπω. Βλέπω, ωστόσο, την κούρασή της, τους εμετούς της, το άγχος της. Ανησυχεί, φοβάται για σένα. Δεν σ’ έχει δει ακόμα, μα σε νιώθει μέσα της. Εγώ, όμως, δε βιώνω τίποτα απ’ αυτά. Μονάχα παρατηρώ τις αλλαγές στη μάνα σου.
Αργότερα μου το λέει και το σώμα της. Τη φουσκώνεις. Την αλλάζεις. Κουράζεται περισσότερο. Βαραίνει. Μα δε σε κατηγορεί. Σ’ αγαπά. Σε συγχωρεί γι’ αυτά που της κάνεις. Υπομένει το μαρτύριο της αλλαγής του σώματός της με καρτερικότητα, με αγάπη. Το ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω. Είσαι άντρας κι εσύ σαν κι εμένα και αυτά δεν τα πιάνεις. Δεν πειράζει. Θα περάσουν τα χρόνια και τότε θα δεις. Τότε θα μάθεις.
Και πάλι, όμως, εγώ δε βιώνω τίποτα. Μονάχα παρατηρώ. Μονάχα βλέπω. Για μένα ακόμα δεν υπάρχεις. Υπάρχει μόνο η μαρτυρία σου. Ώσπου μια μέρα κάτι προβάλλει. Ίσως ένα χέρι, ίσως ένα πόδι, ίσως κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Μα αυτή είναι η πρώτη επαφή που έχουμε μεταξύ μας. Εγώ κι εσύ και στη μέση η μάνα σου. Η γυναίκα μου.
Άλλοτε πάλι την κλοτσάς. Μπορεί να είσαι μικρός ακόμα, μα κλοτσάς γερά. Κάποιες φορές την πονάς. Δεν το θες –το ξέρω καλά- μα την πονάς. Κι εγώ τότε βάζω το χέρι μου για να σε ηρεμήσω. Αυτή είναι η δεύτερη επαφή μας. Πειθαρχικού χαρακτήρα. Τα κάνει κι αυτά ο πατέρας. Θα το υποστείς κι αργότερα.
Μα δεν τα έχουμε πει ακόμα μεταξύ μας. Βρίσκεται πάντα ανάμεσα η μάνα. Μας ενώνει και μας χωρίζει. Όχι όμως για πολύ ακόμα. Γιατί ο καιρός πλησιάζει που θα σ’ αγκαλιάσω. Και τότε θα τα πούμε μόνοι μας. Οι δυο μας. Σαν άντρες.
Αργότερα μου το λέει και το σώμα της. Τη φουσκώνεις. Την αλλάζεις. Κουράζεται περισσότερο. Βαραίνει. Μα δε σε κατηγορεί. Σ’ αγαπά. Σε συγχωρεί γι’ αυτά που της κάνεις. Υπομένει το μαρτύριο της αλλαγής του σώματός της με καρτερικότητα, με αγάπη. Το ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω. Είσαι άντρας κι εσύ σαν κι εμένα και αυτά δεν τα πιάνεις. Δεν πειράζει. Θα περάσουν τα χρόνια και τότε θα δεις. Τότε θα μάθεις.
Και πάλι, όμως, εγώ δε βιώνω τίποτα. Μονάχα παρατηρώ. Μονάχα βλέπω. Για μένα ακόμα δεν υπάρχεις. Υπάρχει μόνο η μαρτυρία σου. Ώσπου μια μέρα κάτι προβάλλει. Ίσως ένα χέρι, ίσως ένα πόδι, ίσως κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Μα αυτή είναι η πρώτη επαφή που έχουμε μεταξύ μας. Εγώ κι εσύ και στη μέση η μάνα σου. Η γυναίκα μου.
Άλλοτε πάλι την κλοτσάς. Μπορεί να είσαι μικρός ακόμα, μα κλοτσάς γερά. Κάποιες φορές την πονάς. Δεν το θες –το ξέρω καλά- μα την πονάς. Κι εγώ τότε βάζω το χέρι μου για να σε ηρεμήσω. Αυτή είναι η δεύτερη επαφή μας. Πειθαρχικού χαρακτήρα. Τα κάνει κι αυτά ο πατέρας. Θα το υποστείς κι αργότερα.
Μα δεν τα έχουμε πει ακόμα μεταξύ μας. Βρίσκεται πάντα ανάμεσα η μάνα. Μας ενώνει και μας χωρίζει. Όχι όμως για πολύ ακόμα. Γιατί ο καιρός πλησιάζει που θα σ’ αγκαλιάσω. Και τότε θα τα πούμε μόνοι μας. Οι δυο μας. Σαν άντρες.
Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010
Το τραγούδι της Γυναίκας
Υπάρχουν στιγμές που μια γυναίκα με τη βοήθεια ενός άντρα τραγουδά. Όλες λένε το ίδιο τραγούδι, μα η ερμηνεία καθεμιάς είναι μοναδική. Κάποιες σιγοτραγουδούν, κάποιες σχεδόν φωνάζουν, ενώ κάποιες βρίσκονται ανάμεσα. Όλες όμως σαγηνεύουν τον άντρα. Τους παραδίδεται κι ας μην το παραδέχεται. Κι αυτές, σαν συνεννοημένες από πριν, καμώνονται πως δεν το ξέρουν.
Βέβαια, κάποιες φορές προσποιούνται. Μα αν ο άντρας είναι επιδέξιος, τεχνίτης καλός, θα χαϊδέψει απαλά τις χορδές του εγχόρδου, θα χτυπήσει γλυκά το κρουστό, θα φυσήξει με πάθος στο πνευστό και θα του δώσουν, τότε, το αληθινό τραγούδι. Κι αν είναι μάστορας αληθινός, πρωτομάστορας όπως τον έλεγαν παλιά, αν έχει μεράκι γι’ αυτήν την τέχνη, αν της έχει αφοσιωθεί, αν έχει ασχοληθεί χρόνια με αγάπη μαζί της, θα την κάνει να κελαηδήσει κι άλλη μια φορά, κι ακόμα μία και - ποιος ξέρει - ίσως κι ακόμα μια…
Και όταν σταματήσει να θωπεύει απαλά τις χορδές του εγχόρδου, να χτυπά γλυκά το κρουστό, να φυσά με όλο του το είναι στο πνευστό, τότε δεν είναι ώρα για χειροκροτήματα και επευφημίες. Τότε με γλυκόλογα τρυφερά οφείλει σαν έμπειρος εραστής να την αγκαλιάσει για να νιώσει μοναδική. Να πιστέψει ότι είναι μόνο δικός της...
Βέβαια, κάποιες φορές προσποιούνται. Μα αν ο άντρας είναι επιδέξιος, τεχνίτης καλός, θα χαϊδέψει απαλά τις χορδές του εγχόρδου, θα χτυπήσει γλυκά το κρουστό, θα φυσήξει με πάθος στο πνευστό και θα του δώσουν, τότε, το αληθινό τραγούδι. Κι αν είναι μάστορας αληθινός, πρωτομάστορας όπως τον έλεγαν παλιά, αν έχει μεράκι γι’ αυτήν την τέχνη, αν της έχει αφοσιωθεί, αν έχει ασχοληθεί χρόνια με αγάπη μαζί της, θα την κάνει να κελαηδήσει κι άλλη μια φορά, κι ακόμα μία και - ποιος ξέρει - ίσως κι ακόμα μια…
Και όταν σταματήσει να θωπεύει απαλά τις χορδές του εγχόρδου, να χτυπά γλυκά το κρουστό, να φυσά με όλο του το είναι στο πνευστό, τότε δεν είναι ώρα για χειροκροτήματα και επευφημίες. Τότε με γλυκόλογα τρυφερά οφείλει σαν έμπειρος εραστής να την αγκαλιάσει για να νιώσει μοναδική. Να πιστέψει ότι είναι μόνο δικός της...
Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010
Η Απόφαση
Κοιτάζει το ρολόι. Δεν ξεκινά ακόμα. Αν ξεκινήσει τώρα θα τη χάσει. Δε θα τη δει. Κι έχει μέρες να τη δει. Του λείπει. Εκείνη το ξέρει; Πώς θα μπορούσε; Δεν έχουν μιλήσει ποτέ. Μόνο τα μάτια τους έχουν ανταλλάξει λέξεις καυτές, ερωτικές, σιωπηλές. Και αυτή η σιωπή δεν αφήνει να προχωρήσουν τα πράγματα. Το ξέρει ότι πρέπει να κάνει το επόμενο βήμα. Το έχει αποφασίσει. Σήμερα είναι η μέρα. Σήμερα θα το κάνει. Αρκεί να είναι εκεί. Αρκεί να την συναντήσει…
Δε φαίνεται πουθενά. Βέβαια δεν έχει περάσει ακόμα τη διασταύρωση. Εκεί συνήθως την πετυχαίνει. Εκεί πρωτομίλησαν με τα μάτια. Ήταν μια συνομιλία έντονη. Όπως και όλες οι επόμενες. Πότε γύριζε αυτή πίσω για να τον κοιτάξει, πότε τίναζε τυχαία τα μαλλιά της για να την προσέξει. Ναι, τίναζε τα μαλλιά της γι’ αυτόν. Το ήξερε. Μια φορά την είχε μπροστά του να περπατά χωρίς η ίδια να τον έχει δει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, και βάδιζε γοργά χωρίς νάζι και τσαχπινιά. Χωρίς αισθησιασμό. Και φυσικά πού σκέψεις να τινάξει το μαλλί. Βιαζόταν. Μα δεν την πρόλαβε. Χάθηκε πριν τον δει…
Μα αυτή τη φορά δε θα συμβεί τίποτε απ’ αυτά. Θα της μιλήσει. Θα της πει λόγια όμορφα, ερωτικά. Λόγια που δεν έχει πει σ’ άλλη. Θα κάνουν έρωτα με τα μάτια. Μετά θα την αγγίξει. Όχι χυδαία, αλλά ερωτικά. Θα της αγγίξει τα δάχτυλα. Θα κάνουν έρωτα με τα δάχτυλά τους. Μετά με το σώμα τους, με την ψυχή τους…
Στη διασταύρωση έπεσε επάνω της. Την πέτυχε αγκαλιά με άλλον να φιλιέται…
…
Μα αυτή τη φορά δε θα συμβεί τίποτε απ’ αυτά. Θα της μιλήσει. Θα της πει λόγια όμορφα, ερωτικά. Λόγια που δεν έχει πει σ’ άλλη. Θα κάνουν έρωτα με τα μάτια. Μετά θα την αγγίξει. Όχι χυδαία, αλλά ερωτικά. Θα της αγγίξει τα δάχτυλα. Θα κάνουν έρωτα με τα δάχτυλά τους. Μετά με το σώμα τους, με την ψυχή τους…
Στη διασταύρωση έπεσε επάνω της. Την πέτυχε αγκαλιά με άλλον να φιλιέται…
Τρίτη 15 Ιουνίου 2010
Σχολική Φωτογραφία
Μια ακόμα στιλιζαρισμένη σχολική φωτογραφία. Τα παιδιά, τα μισά όρθια και τ’ άλλα μισά καθισμένα μπροστά, ποζάρουν. Στο φόντο κυριαρχεί ένα μουντό κόκκινο χρώμα, δίχως έμπνευση, δίχως πνοή, σχολικό καθαρά.
«Η Ι. βλέπεις; Πραγματική τσαούσω, ενώ η Α. κοριτσάκι…» μου είπες, μα δε σε πρόσεχα. Δε σε πρόσεχα αληθινά, εννοώ. Μιλάς για το σχολείο που ξέρω, για τους μαθητές που τόσες φορές μου έχεις αναφέρει, κι έτσι μπορώ να καταλάβω πολλά χωρίς να σε προσέχω πάντα.
Κι όμως, κοίταζα τη φωτογραφία. Στιλιζαρισμένη, το ξέρω, μα και διαφορετική. Δεν ήταν σαν την περσινή που σε είχε παραμορφώσει ο φωτογράφος. Όλους σας είχε παραμορφώσει. Θυμάσαι; Εσύ μου το είχες πει. Όχι, δεν ήταν σαν την περσινή. Εδώ δέσποζες.
Ακουμπούσες τα χέρια σου στα παιδιά που ήταν μπροστά σου και ήταν σαν να αγκάλιαζες όλη την τάξη. Μα δεν πρόσεχα αυτό. Δε με ενδιαφέρει αυτό. Είμαι ο εραστής σου και πρόσεχα το σώμα σου. Παρατηρούσα το ανεπαίσθητο τελικό σίγμα που διέγραφε το κορμί σου, πολύ πιο κρυφό απ’ αυτό που λάξευε ο αρχαίος γλύπτης, ο Πραξιτέλης, στα αγάλματά του. Ένας ανεπαίσθητος αισθησιασμός ανέβλυζε, χωρίς όμως να το θες –το ξέρω πολύ καλά. ‘Οπως ξέρω πολύ καλά τη δική μου αδυναμία να ξεφύγω απ’ αυτόν. Την αδυναμία κάθε άντρα να ξεφύγει απ’ αυτόν...
«Η Ι. βλέπεις; Πραγματική τσαούσω, ενώ η Α. κοριτσάκι…» μου είπες, μα δε σε πρόσεχα. Δε σε πρόσεχα αληθινά, εννοώ. Μιλάς για το σχολείο που ξέρω, για τους μαθητές που τόσες φορές μου έχεις αναφέρει, κι έτσι μπορώ να καταλάβω πολλά χωρίς να σε προσέχω πάντα.
Κι όμως, κοίταζα τη φωτογραφία. Στιλιζαρισμένη, το ξέρω, μα και διαφορετική. Δεν ήταν σαν την περσινή που σε είχε παραμορφώσει ο φωτογράφος. Όλους σας είχε παραμορφώσει. Θυμάσαι; Εσύ μου το είχες πει. Όχι, δεν ήταν σαν την περσινή. Εδώ δέσποζες.
Ακουμπούσες τα χέρια σου στα παιδιά που ήταν μπροστά σου και ήταν σαν να αγκάλιαζες όλη την τάξη. Μα δεν πρόσεχα αυτό. Δε με ενδιαφέρει αυτό. Είμαι ο εραστής σου και πρόσεχα το σώμα σου. Παρατηρούσα το ανεπαίσθητο τελικό σίγμα που διέγραφε το κορμί σου, πολύ πιο κρυφό απ’ αυτό που λάξευε ο αρχαίος γλύπτης, ο Πραξιτέλης, στα αγάλματά του. Ένας ανεπαίσθητος αισθησιασμός ανέβλυζε, χωρίς όμως να το θες –το ξέρω πολύ καλά. ‘Οπως ξέρω πολύ καλά τη δική μου αδυναμία να ξεφύγω απ’ αυτόν. Την αδυναμία κάθε άντρα να ξεφύγει απ’ αυτόν...
Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010
Έλα
Έλα. Μη μου γυρίζεις την πλάτη. Το ξέρω πως δεν το εννοείς. Το ξέρω πως θες να σε αγκαλιάσω. Δε με βοηθάς όμως. Κλείνεσαι. Ναι, κλείνεσαι! Μην το αρνείσαι! Πώς να σ’ αγκαλιάσω όταν με απομακρύνεις; Το μόνο που θέλω είναι να σ’ αγκαλιάσω…
Αργότερα…
Δε μου φτάνει μόνο η αγκαλιά. Θέλω να μου μιλήσεις. Να μου ανοιχτείς. Θέλω να σ’ ακούσω. Στο υπόσχομαι, μόνο θα σ’ ακούσω. Δε θα σε κρίνω. Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Άφησέ με να σου το δείξω…
Αργότερα…
Το είδες; Δεν ήταν τίποτα. Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να μου μιλήσεις. Τίποτε άλλο. Να μου μιλήσεις. Αυτό αρκεί. Πάντα αρκούσε. Το ήξερες και το ξέρεις. Μάλλον τελικά σ’ αρέσει να με παιδεύεις…
Και ο Εραστής συνεχίζει να μιλά με το ίδιο πάθος στην άδεια πολυθρόνα…
Αργότερα…
Δε μου φτάνει μόνο η αγκαλιά. Θέλω να μου μιλήσεις. Να μου ανοιχτείς. Θέλω να σ’ ακούσω. Στο υπόσχομαι, μόνο θα σ’ ακούσω. Δε θα σε κρίνω. Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Άφησέ με να σου το δείξω…
Αργότερα…
Το είδες; Δεν ήταν τίποτα. Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να μου μιλήσεις. Τίποτε άλλο. Να μου μιλήσεις. Αυτό αρκεί. Πάντα αρκούσε. Το ήξερες και το ξέρεις. Μάλλον τελικά σ’ αρέσει να με παιδεύεις…
Και ο Εραστής συνεχίζει να μιλά με το ίδιο πάθος στην άδεια πολυθρόνα…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)