Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Οι πίνακες

Κάθομαι. Ή μάλλον υπάρχω μέσα σ’ ένα λιβάδι από παπαρούνες –θυμάμαι πολύ καλά πόσο σου άρεσαν– καθισμένος σ’ ένα ξύλινο γραφείο. Ακόμα και τώρα η αγάπη σου για το ξύλο δεν κρύβεται. Έτσι με φαντάζεσαι. Καθιστό να σου γράφω ένα γράμμα. Ένα γράμμα που δε θα το λάβεις ποτέ. Από την άλλη, ίσως και να το λάβεις. Δεν το ξέρω. Δεν μπορώ να το ξέρω. Αυτό το γνωρίζεις μόνον εσύ. Ή θα το γνωρίζεις στο μέλλον. Εγώ απλώς σου γράφω το γράμμα. Το γράφω εδώ και μέρες. Και θα το γράφω μέχρι να τελειώσεις.


Η προηγούμενη δουλειά σού πήρε μήνες. Και τότε υπήρχα. Μα όχι εδώ. Αλλού. Ανασηκωνόμουν από το κρεβάτι με το σεντόνι να σκεπάζει κάτι από τη γύμνια μου. Στεκόμουν, όπως σου άρεσα. Μα δεν ήσουν εκεί να με θαυμάσεις. Έλειπες –είχες δουλειά το ξέρω, όσο και να σου φαίνεται παράξενο το ξέρω, το κατανοώ, είχες δουλειά, έπρεπε να τελειώσεις- και έτσι ήμουν μόνος να ποζάρω χωρίς καμιά να με θαυμάζει. Παράξενο, μου προκαλεί μια αμηχανία να στέκομαι εδώ έτσι συνέχεια, μα κατανοητό.

Μια γυναίκα κάθεται μπροστά από ένα πίνακα με παπαρούνες. Ζωγραφίζει τις λεπτομέρειες ενός άντρα που γράφει ένα γράμμα σ’ ένα ξύλινο γραφείο. Πιο πέρα ένας πίνακας με τον ίδιο άντρα σκεπασμένο μ’ ένα σεντόνι να ποζάρει καθώς ανασηκώνεται από το κρεβάτι του. Στο πάτωμα πεταμένη μια νεκρολογία.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Ο Αργαλειός

Σε φίλησα. Με φίλησες. Τα χείλη γινήκαν νήματα. Ο αργαλειός άρχισε. Με τούτα δούλεψε για λίγο. Σύντομα τα χέρια μας πρόσθεσαν νέα νήματα, νέα χρώματα. Αυτά υφάνθηκαν διαφορετικά. Πρόσφεραν όμως την ίδια ή πιότερη ηδονή.

Τα σώματά μας νήματα. Υφάνθηκαν κι αυτά αργά, προσεχτικά. Κάθε σημείο -με προσοχή, με ευλάβεια- έδωσε το δικό του σχέδιο. Μοναδικό, πολύτιμο.

Κι ο αργαλειός συνέχιζε. Το ίδιο κι εμείς. Άλλοτε αργά, βασανιστικά. Πότε γρήγορα κι έντονα,  κάποιες φορές με μικρά διαλείμματα στοχασμού. Το ύφασμα προχωρούσε. Στολιζόταν. Μεγάλωνε. Γινόταν πολύτιμο, βαρύ, εξαίσιο.

Κι όμως, τόση δουλειά και το κέντρο άφτιαχτο. Ανέγγιχτο. Ο αργαλειός δεν το πλησίαζε.Το ίδιο κι εμείς.  Το αφήναμε για το τέλος. Θέλαμε να 'ναι τέλειο, αντάξιο του πάθους μας, να 'χει την προσοχή μας.

Του τη δώσαμε. Ο αργαλειός δοκιμάστηκε. Δε φτιάχνονται έτσι, χωρίς κόπο, αυτά τα στολίδια. Τούτο έπρεπε να 'ταν το κορυφαίο. Το πιο πολύτιμο. Όλο το ύφασμα. Και ο αργαλειός το κατάφερε.

Και σαν τελείωσε, το ύφασμα μας τύλιξε, τα όνειρα μας πήραν. Ταξιδέψαμε...

Και την άλλη μέρα ο αργαλειός άρχισε πάλι...

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Παιδικό Κρεβάτι

Πριν χρόνια είχαμε πάρει ένα μικρό παιδικό κρεβάτι. Τα κεφαλάρια του γαλαζωπά, με παιδικά ζουμερά αρκουδάκια ζωγραφισμένα πάνω τους. Συνήθως του στρώναμε κι ένα γαλάζιο πάπλωμα με σχέδια παρόμοια με τα αρκουδάκια, κι έτσι φαινόταν σαν πάπλωμα και κρεβάτι να τα είχε σχεδιάσει ο ίδιος άνθρωπος, ο ίδιος τεχνίτης. Εκεί κοιμόταν ο γιος μου ο μεγάλος –μεγάλος… δυο χρονών ήταν–, ενώ ο μικρός στην κούνια, μέχρι που μεγάλωσαν και τα δυο και το κρεβατάκι παροπλίστηκε. Δε χωρούσε πια πουθενά ούτε θα το χρησιμοποιούσαμε ξανά. Το διέλυσα, λοιπόν, –δε με δυσκόλεψε– και το πέταξα στην αποθήκη. Η μοίρα του, τελικά, ελλείψει χώρου ήταν να φύγει κι από κει και να καταλήξει δίπλα στα σκουπίδια.


Εκεί παρέμεινε μερικές μέρες. Ώσπου χάθηκε. Δεν κατάλαβα πότε ακριβώς συνέβη, αλλά χάθηκε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Βγαίνοντας, βλέπεις, από το σπίτι μου υπάρχει ένα στενό. Αρκετά πλατύ είναι αλήθεια, στρωμένο με χαλίκι και τσιμέντο. Πολλές φορές περνώ από ‘κει και πάντα μ’ αρέσουν οι ανάσες που παίρνω διασχίζοντας τους άκομψους μα κατάφυτους κήπους που το ζώνουν. Εκεί, σχεδόν με το που μπαίνεις, το συνάντησα. Ή μάλλον ό,τι είχε απομείνει. Τα δυο κεφαλάρια του, γυρισμένα, απιθωμένα το ένα πάνω στο άλλο, σαν να προσπαθούσαν απεγνωσμένα να δώσουν μια ενότητα σε κάτι που είχε προ πολλού χαθεί, στέκονταν σαν να μην ήξεραν πού είναι, αταίριαστα με το περιβάλλον.


Μνήμες πολλές πέρασαν από το νου μου. Τα παιχνίδια των παιδιών, ο ύπνος τους πάνω σ’ αυτό, ακόμα και η δική μου προσπάθεια να χωρέσω σ’ ένα κρεβάτι πενήντα πόντους πιο κοντό από μένα. Μα πιο πολύ με παραξένεψε η πράξη του άλλου. Αυτού που το είχε ακουμπήσει εκεί. Τότε συνειδητοποίησα ότι το γεμάτο μνήμες παιδικό κρεβάτι, δεν ήταν τίποτε για τους άλλους. Τίποτε. Μπορούσες να το ακουμπήσεις όπου ήθελες, να πάρεις ό,τι ήθελες και να φύγεις. Δεν το συντρόφευαν μνήμες, συναισθήματα, κάτι τέλος πάντων. Για όλους τους άλλους ήταν ένα απλό πράγμα.


Και τότε αναρωτήθηκα: Πόσες φορές δεν έχω κι εγώ φερθεί ανάλογα; Πόσες φορές δεν έχω αδιαφορήσει για τις μνήμες των άλλων;

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Χείλη από τριαντάφυλλα





Χείλη γυναίκας. Ίδια με τριαντάφυλλο. Κόκκινα, βελούδινα, απαλά, με μια σταγόνα ή περισσότερες πάνω τους. Η σταγόνα ή οι σταγόνες στέκονται και μετά, για να σε προκαλέσουν κι άλλο, κυλούν αργά, ηδονικά, χαϊδεύοντας το πέταλο ή τα πέταλα που διασχίζουν. Σ’ όλο τον δρόμο αφήνουν υγρά χνάρια πάνω τους. Κάνουν έρωτα στα πέταλα και σε καλούν να ‘ρθεις κι εσύ.


        Κοντοστέκεσαι. Το σκέφτεσαι. Θες να πας. Αυτό είναι προφανές. Είσαι άντρας. Τι άλλο να ζητάς; Θέλεις να αρπάξεις την ηδονή, να της δείξεις από τι μέταλλο είσαι φτιαγμένος. Να σε γνωρίσει σαν άντρα.


        «Μπαμπά, πάμε να φύγουμε, βαρεθήκαμε». Κι απομακρύνεσαι στο βάθος…

Περιμένοντας...

Τον πρώτο καιρό πιστεύω ότι υπάρχεις από τα λόγια της μάνας σου. Αυτή μου το ‘πε. Εγώ δε σε βλέπω. Βλέπω, ωστόσο, την κούρασή της, τους εμετούς της, το άγχος της. Ανησυχεί, φοβάται για σένα. Δεν σ’ έχει δει ακόμα, μα σε νιώθει μέσα της. Εγώ, όμως, δε βιώνω τίποτα απ’ αυτά. Μονάχα παρατηρώ τις αλλαγές στη μάνα σου.


          Αργότερα μου το λέει και το σώμα της. Τη φουσκώνεις. Την αλλάζεις. Κουράζεται περισσότερο. Βαραίνει. Μα δε σε κατηγορεί. Σ’ αγαπά. Σε συγχωρεί γι’ αυτά που της κάνεις. Υπομένει το μαρτύριο της αλλαγής του σώματός της με καρτερικότητα, με αγάπη. Το ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω. Είσαι άντρας κι εσύ σαν κι εμένα και αυτά δεν τα πιάνεις. Δεν πειράζει. Θα περάσουν τα χρόνια και τότε θα δεις. Τότε θα μάθεις.


          Και πάλι, όμως, εγώ δε βιώνω τίποτα. Μονάχα παρατηρώ. Μονάχα βλέπω. Για μένα ακόμα δεν υπάρχεις. Υπάρχει μόνο η μαρτυρία σου. Ώσπου μια μέρα κάτι προβάλλει. Ίσως ένα χέρι, ίσως ένα πόδι, ίσως κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Μα αυτή είναι η πρώτη επαφή που έχουμε μεταξύ μας. Εγώ κι εσύ και στη μέση η μάνα σου. Η γυναίκα μου.


          Άλλοτε πάλι την κλοτσάς. Μπορεί να είσαι μικρός ακόμα, μα κλοτσάς γερά. Κάποιες φορές την πονάς. Δεν το θες –το ξέρω καλά- μα την πονάς. Κι εγώ τότε βάζω το χέρι μου για να σε ηρεμήσω. Αυτή είναι η δεύτερη επαφή μας. Πειθαρχικού χαρακτήρα. Τα κάνει κι αυτά ο πατέρας. Θα το υποστείς κι αργότερα.


          Μα δεν τα έχουμε πει ακόμα μεταξύ μας. Βρίσκεται πάντα ανάμεσα η μάνα. Μας ενώνει και μας χωρίζει. Όχι όμως για πολύ ακόμα. Γιατί ο καιρός πλησιάζει που θα σ’ αγκαλιάσω. Και τότε θα τα πούμε μόνοι μας. Οι δυο μας. Σαν άντρες.

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Το τραγούδι της Γυναίκας

Υπάρχουν στιγμές που μια γυναίκα με τη βοήθεια ενός άντρα τραγουδά. Όλες λένε το ίδιο τραγούδι, μα η ερμηνεία καθεμιάς είναι μοναδική. Κάποιες σιγοτραγουδούν, κάποιες σχεδόν φωνάζουν, ενώ κάποιες βρίσκονται ανάμεσα. Όλες όμως σαγηνεύουν τον άντρα. Τους παραδίδεται κι ας μην το παραδέχεται. Κι αυτές, σαν συνεννοημένες από πριν, καμώνονται πως δεν το ξέρουν.


Βέβαια, κάποιες φορές προσποιούνται. Μα αν ο άντρας είναι επιδέξιος, τεχνίτης καλός, θα χαϊδέψει απαλά τις χορδές του εγχόρδου, θα χτυπήσει γλυκά το κρουστό, θα φυσήξει με πάθος στο πνευστό και θα του δώσουν, τότε, το αληθινό τραγούδι. Κι αν είναι μάστορας αληθινός, πρωτομάστορας όπως τον έλεγαν παλιά, αν έχει μεράκι γι’ αυτήν την τέχνη, αν της έχει αφοσιωθεί, αν έχει ασχοληθεί χρόνια με αγάπη μαζί της, θα την κάνει να κελαηδήσει κι άλλη μια φορά, κι ακόμα μία και - ποιος ξέρει - ίσως κι ακόμα μια…


Και όταν σταματήσει να θωπεύει απαλά τις χορδές του εγχόρδου, να χτυπά γλυκά το κρουστό, να φυσά με όλο του το είναι στο πνευστό, τότε δεν είναι ώρα για χειροκροτήματα και επευφημίες. Τότε με γλυκόλογα τρυφερά οφείλει σαν έμπειρος εραστής να την αγκαλιάσει για να νιώσει μοναδική. Να πιστέψει ότι είναι μόνο δικός της...

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Η Απόφαση

Κοιτάζει το ρολόι. Δεν ξεκινά ακόμα. Αν ξεκινήσει τώρα θα τη χάσει. Δε θα τη δει. Κι έχει μέρες να τη δει. Του λείπει. Εκείνη το ξέρει; Πώς θα μπορούσε; Δεν έχουν μιλήσει ποτέ. Μόνο τα μάτια τους έχουν ανταλλάξει λέξεις καυτές, ερωτικές, σιωπηλές. Και αυτή η σιωπή δεν αφήνει να προχωρήσουν τα πράγματα. Το ξέρει ότι πρέπει να κάνει το επόμενο βήμα. Το έχει αποφασίσει. Σήμερα είναι η μέρα. Σήμερα θα το κάνει. Αρκεί να είναι εκεί. Αρκεί να την συναντήσει…



Δε φαίνεται πουθενά. Βέβαια δεν έχει περάσει ακόμα τη διασταύρωση. Εκεί συνήθως την πετυχαίνει. Εκεί πρωτομίλησαν με τα μάτια. Ήταν μια συνομιλία έντονη. Όπως και όλες οι επόμενες. Πότε γύριζε αυτή πίσω για να τον κοιτάξει, πότε τίναζε τυχαία τα μαλλιά της για να την προσέξει. Ναι, τίναζε τα μαλλιά της γι’ αυτόν. Το ήξερε. Μια φορά την είχε μπροστά του να περπατά χωρίς η ίδια να τον έχει δει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, και βάδιζε γοργά χωρίς νάζι και τσαχπινιά. Χωρίς αισθησιασμό. Και φυσικά πού σκέψεις να τινάξει το μαλλί. Βιαζόταν. Μα δεν την πρόλαβε. Χάθηκε πριν τον δει…


Μα αυτή τη φορά δε θα συμβεί τίποτε απ’ αυτά. Θα της μιλήσει. Θα της πει λόγια όμορφα, ερωτικά. Λόγια που δεν έχει πει σ’ άλλη. Θα κάνουν έρωτα με τα μάτια. Μετά θα την αγγίξει. Όχι χυδαία, αλλά ερωτικά. Θα της αγγίξει τα δάχτυλα. Θα κάνουν έρωτα με τα δάχτυλά τους. Μετά με το σώμα τους, με την ψυχή τους…


Στη διασταύρωση έπεσε επάνω της. Την πέτυχε αγκαλιά με άλλον να φιλιέται…