Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ο μονόλογος

Ε, εσύ! Σε σένα μιλάω. Ναι, σε σένα που διαβάζεις την εφημερίδα. Κοίταξε και κάπου αλλού.

(Ακουμπά το μέτωπό του στο τζάμι. Τα χνώτα του αρχίζουν να το υγραίνουν.)

Το ξέρω, έχεις φέρει τον μικρό να παίξει στην πλατεία. Βαριέσαι. Κάθε Σάββατο πρωί τα ίδια... Ο μικρός να παίζει στην πλατεία κι εσύ στην εφημερίδα σου. Άλλο ένα Σάββατο χαμένο.

(Το μέτωπό του μια κυλά ήρεμα και μια τινάζεται, χωρίς όμως να χάνει την επαφή με το παράθυρο. Τα χνώτα αυξάνονται.)

Μα κοίταξε και κάπου αλλού! Εκείνη η κυρία στο διπλανό παγκάκι, δεξιά σου όχι αριστερά σου, δε βαριέται να σε κοιτάει. Δε σε χορταίνει, για την ακρίβεια. Το ξέρω, κι οι δύο άντρες είμαστε, δεν είναι και η ωραιότερη — μα μια ματιά θα μπορούσες να της ρίξεις. Να σπάσει η μονοτονία, ρε αδερφέ! Να αλλάξει κάτι στη ζωή μου... Να ζήσω μέσα από σένα...

Η κάμερα ανεβαίνει αργά προς τα πάνω. Διαγράφεται ένα λιτό, λευκό δωμάτιο με ένα κρεβάτι λευκό κι αυτό. Κάποιος με το μέτωπο ακουμπάει στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Φοράει έναν ζουρλομανδύα.

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Ο γέρος

Ηλικιωμένος σέρνει τα πόδια του στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Καλοντυμένος, κρατά στο άλλο του χέρι μία ανθοδέσμη. Φτάνει στη στάση, αρνείται ευγενικά να καθίσει και περιμένει στωικά. Το χρώμα του ουρανού ταιριάζει με το γκρι κουστούμι του.

Στο λεωφορείο κάθεται. Ακουμπά την ανθοδέσμη με προσοχή στα γόνατά του, ενώ κρατά το μπαστούνι όρθιο στον διάδρομο. Στο βάθος κάποιοι έφηβοι γελούν δυνατά σπάζοντας τη συνηθισμένη σιωπή τού δρομολογίου.

Κατεβαίνει. Σέρνει και πάλι τα πόδια του στηριζόμενος στο μπαστούνι. Στη γωνία σταματά. Σκύβει με δυσκολία κι αφήνει κάτω την ανθοδέσμη. Ανασηκώνεται. Βάζει το χέρι στην τσέπη και ξετυλίγει ένα απόκομμα εφημερίδας. Άνεμος σηκώνεται δυνατός και το αρπάζει. Το απόκομμα φεύγει, πετάει ψηλά κι ο γέρος αποκαμωμένος μένει να το κοιτάει.

«Τι είναι αυτό, Ασπασία; Για δώσ' το μου.»
Η μικρή τρέχει στη μάνα της και το δίνει. Η μάνα ξετυλίγει το απόκομμα και διαβάζει:
«Ασυνείδητος οδηγός παρέσυρε κι εγκατέλειψε ορφανό κορίτσι».

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Καλοκαιρινή μέρα

Πρωί. Για την ακρίβεια, ξημερώματα καλοκαιρινής μέρας. Ο ήχος ακούγεται οικείος αλλά και παράταιρος, ανοίκειος θα έλεγα. Σε αιφνιδιάζει καθώς σε ξυπνά ιδρωμένο πάνω στα σεντόνια. Στην αρχή δεν καταλαβαίνεις την ύπαρξή του, μα τον ακούς ολοένα και πιο καθαρά. Απορείς, δεν καταλαβαίνεις τι είναι. Ύστερα, όταν υποχωρήσει η θολούρα του ύπνου, σε ξαφνιάζει. Ειδικά όταν συνειδητοποιείς πως δεν είναι ένα ψιλόβροχο, μα μια πραγματική καταιγίδα.

Αργότερα βλέπεις τα απομεινάρια. Ίχνη διαγράφονται καθαρά στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στα αυτοκίνητα. Παντού νερό. Οικεία σκηνή μα και παράταιρη, ανοίκεια. Εικόνες άλλης εποχής, άλλου καιρού. Κι όμως είναι εκεί. Τα μάτια σου αδιάψευστοι μάρτυρες.

Τελικά κατά το μεσημέρι όλα έχουν γίνει οικεία. Η λαμπρότητα του ήλιου, η ζέστη, η οσμή του αέρα που ορμά στα ρουθούνια σου, η δική σου νωθρότητα· όλα μαρτυρούν το καλοκαίρι. Μόνο κάποιες λακκούβες υγρές, που ο απρόσεκτος διαβάτης δε θα τις προσέξει, λαμπυρίζουν και μαρτυρούν τη μοιχεία που διαπράχτηκε το ξημέρωμα.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Εύχομαι


Εύχομαι –να ξέρεις ότι δεν το περίμενα ποτέ μου να το ευχηθώ, να όμως που το εύχομαι– εύχομαι, λοιπόν, να πίστευα στον θεό. Όχι να πήγαινα στην εκκλησία του ή να τηρούσα τις εντολές του ή να 'ξερα ακόμα ποιος είναι, ο Αλλάχ, ο Βούδας ή κάποιος άλλος. Όχι, τίποτα απ' αυτά. Εύχομαι απλώς να πίστευα στην ύπαρξή του. Θα μου 'φτανε. Θα ήλπιζα ότι θα σε δω ξανά. Τούτο θα απάλυνε τον πόνο μου.

Μα δεν μπορώ. Μόνος, άθεος, πασχίζω να σε κρατήσω μέσα μου. Είναι το μόνο μέρος που υπάρχεις τώρα. Κι εκεί όμως σαν δέντρο μεγάλο, τρανό, που όλα του τα φύλλα έχουν γίνει άλλα κίτρινα και άλλα πορτοκαλιά και πέφτουν μέσα στο φθινόπωρο, έτσι κι εσύ φυλλορροείς. Πασχίζω πολύ, μ΄όλη μου τη δύναμη να τα μαζέψω. Μα ο άνεμος, οι άνθρωποι που διαβαίνουν από κάτω, αδιάφοροι για τον δικό μου πόνο, τα στέλνουν άλλα από 'δω κι άλλα από 'κει. Αν τουλάχιστον πήγαιναν όλα στην ίδια μεριά να είχα μια ελπίδα. Μα...

Έτσι ξεγλιστράς. Το δέρμα μου –πρώτα ήσουν παντού κάτω από το δέρμα μου, μόνο εσύ και το δέρμα μου υπήρχε– αδειάζει. Κι αλίμονο, την απουσία σου δεν τη γεμίζει κάτι άλλο...
 

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Ο Κισσός και η Κοπέλα

Κισσός. Πράσινος. Κοπέλα. Λευκή. Ο πράσινος κισσός ανεβαίνει στα πόδια της λευκής κοπέλας. Τυλίγεται. Ελίσσεται γύρω από τη μέση της, γύρω από την κοιλιά της, διαγώνια σκεπάζει το κλωνάρι το δεξί μαστό. Ένα φύλλο προσπαθεί να καλύψει τον αριστερό. Πίσω από την πλάτη δύο νέα κλωνάρια φύονται. Καθένα τυλίγει κι από ‘να χέρι. Μονάχα λαιμός και πρόσωπο απομένουν ξέσκεπα.

Πράσινο και λευκό. Νικητής το πράσινο.

Άνεμος. Άχρωμος. Αρσενικός. Ορμά και τα φύλλα του κισσού πάλλονται. Σχηματίζουν ορθή γωνία με το σώμα. Το αριστερό στήθος φαίνεται καθαρά πια. Το χαϊδεύει ο άνεμος.

Πράσινο και λευκό. Νικητής το λευκό.

Άνεμος. Ημερεύει. Τα φύλλα ξαναπέφτουν. Σκεπάζουν και πάλι το κορμί.

Πράσινο και λευκό. Νικητής το πράσινο. Για την ώρα.

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Ίσως

Ένας άντρας και μια γυναίκα συζητούν.

Άντρας: Φεύγεις, λοιπόν!
Γυναίκα: Ναι.
Α: Φεύγεις και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σου αλλάξω γνώμη!
Γ: Ναι.
Α: Ναι, ναι, ναι! Μόνο ναι λες! Μου αξίζει κάτι περισσότερο, δε νομίζεις!
Γ: Τα ‘χουμε πει όλα. Τι άλλο μπορώ να σου πω;
Α: Ότι δε θα φύγεις! Μόνο αυτό θέλω ν’ ακούσω. Τίποτε άλλο. Μόνο αυτό.
Γ: Δε γίνεται. Το ξέρεις.
Α: Κι ο λόγος;
Γ: Κι αυτόν τον ξέρεις.
Α: Ναι, τον ξέρω… Έτσι σε ρώτησα… για να κερδίσω λίγο χρόνο. Κάποια λεπτά ακόμα!
Γ: Σου φτάνουν;
Α: Όχι.

(παύση κάποιων δευτερολέπτων)

Α: Θα σε δω ποτέ ξανά;
Γ: Ίσως…

Η γυναίκα φεύγει. Ο άντρας μένει μόνος. Σωριάζεται σε μια πολυθρόνα. Παραπέρα ένα σκοινί. Αναρωτιέται…

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Φύλλα

Προχωρημένο Φθινόπωρο. Τα δέντρα στέκονται γυμνά, αν και πού και πού κάποια φύλλα –κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί– αντιστέκονται. Τ’ άλλα, τα φύλλα που έχουν δραπετεύσει, απλώνονται παντού. Ο άνεμος τα ταξιδεύει σε πλατείες και τ’ απιθώνει χάμω. Στρώνει χαλί που το πατούν οι διαβάτες. Περιέργως, τα βήματά τους δεν το βρωμίζουν μα τ’ ανακατεύουν, φτιάχνοντας κάθε φορά κι ένα καινούριο σχέδιο που κρατά μέχρι την επόμενη δρασκελιά.

Τ’ απιθώνει και στους δρόμους. Τα αυτοκίνητα δε χάνουν την ευκαιρία και χορεύουν μαζί τους. Τα στροβιλίζουν καθώς περνούν από πάνω τους, κι αυτά, αφού υψωθούν, κυλούν αργά προς τα κάτω, ξαποσταίνουν και περιμένουν τον επόμενο καβαλιέρο.

Τ’ απιθώνει και μες στα σπίτια κι αναστατώνει τις νοικοκυρές, καθώς παλεύουν με τη σκούπα να τα διώξουν. Μα αυτά ανυπάκουα. Πότε επανέρχονται και πότε γίνονται ένα με το πάτωμα και, λες και αποζητούν το χάδι, μόνο χέρι –γυναικείο καλύτερα– μπορεί να τα ξεκολλήσει.

Σπάνια κάποιο τυχερό –κόκκινο, κίτρινο ή πορτοκαλί– κάθεται στα μαλλιά κάποιου όμορφου κοριτσιού. Αυτό αγανακτεί και προσπαθεί να το διώξει. Βλέπετε, της χαλά την εμφάνιση, όλο το απογευματινό χτένισμα.

Μα κάπου εκεί ένα αγόρι κρυφά χασκογελά. Το φύλλο τού δίνει την ευκαιρία που αποζητούσε. Της χαϊδεύει τα μαλλιά δήθεν για να το διώξει. Μα αυτό, συνωμοτώντας με τ’ αγόρι, χώνεται ολοένα και πιο βαθιά. Είναι η Κερκόπορτα που το αγόρι με χαρά διαβαίνει.