Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Η Πλατεία

Πλατεία συνηθισμένη, παρατημένη από καιρό, δίχως εκπλήξεις για τον επισκέπτη. Τη σκεπάζει στεφάνι από δέντρα που προσπάθησαν μα δεν πήραν το ύψος που έπρεπε. Στη μέση παιδική χαρά· δε ζωντανεύει όσο κι αν παίζουν τα παιδιά. Ένας νεαρός στην άκρη του στεφανιού περιμένει. Δεν τον είχα προσέξει, ο ερχομός της κοπέλας με ανάγκασε να τον δω. Η χορογραφία που συνθέτουν τα νεανικά τους σώματα σπάει τη μονοτονία. Ακόμα και τη συννεφιά, που είχε πλακώσει πριν από λίγο, νίκησαν. Για μία στιγμή η πλατεία είδε την Άνοιξη. Ύστερα έφυγαν.

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Εμπειρίες

Δεν έχω εμπειρίες. Δεν έχω ζήσει ζωή πλούσια, με πάθη, μίση, ίντριγκες, δολοπλοκίες. Δεν έχω ταξιδέψει· δεν υπήρχαν λεφτά, μα κι αν υπήρχαν πού να πήγαινα, πού να έβρισκα καλύτερα. Δεν ερωτεύτηκα· δε βρέθηκε γυναίκα να με πείσει να ξυπνάω δίπλα της. Δεν έκανα παιδιά· τις φοβόμουν τις ευθύνες, φοβόμουν τις γυναίκες, φοβόμουν κι αυτά. Δε μέθυσα, δεν ήπια καν κρασί, μόνο στον γάμο του αδερφού μου δοκίμασα λίγο και το έκανα αμέσως στην άκρη. Δεν πήγα με πόρνες, δεν πήρα ναρκωτικά, δεν κάπνισα...

Τώρα προσμένω το τέλος να με πάρει.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Σκέψεις

Το πατρικό μου σπίτι... Η θάλασσα σχεδόν το γλείφει. Γέρνεις από το μπαλκόνι και βουτάς. Δεν είναι ρηχά· τα νερά βιάζονται να βαθύνουν σ' αυτά τα μέρη. Δεν το αποτόλμησα ποτέ. Φοβόμουν. Μα όχι πια. Είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνω... Λίγες μέρες απομένουν ακόμα...

Σκέψεις στρατιώτη λίγο πριν πεθάνει...

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Βόλτα

Η προετοιμασία
Στέκεται απέναντι από τον καθρέφτη. Τα χέρια της, σαν χέρια έμπειρου τεχνίτη, δουλεύουν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Θέλει το πρόσωπό της αψεγάδιαστο. Αντάξιο των ρούχων της.


Η βόλτα
Προχωρά στο πεζοδρόμιο, διασχίζει δρόμους, μπαίνει σε μαγαζιά. Το αποτέλεσμα ίδιο: κανείς δεν την κοιτά. Πού και πού κάποιοι παρασύρονται από τα πανάκριβα φτιασίδια, την επιμελή εμφάνιση, μέχρι να την παρατηρήσουν καλύτερα. Αποστροφή.


Η επιστροφή
«Πώς πέρασες;» 
«Καλά...»

Βόλτα γυναίκας

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ο μονόλογος

Ε, εσύ! Σε σένα μιλάω. Ναι, σε σένα που διαβάζεις την εφημερίδα. Κοίταξε και κάπου αλλού.

(Ακουμπά το μέτωπό του στο τζάμι. Τα χνώτα του αρχίζουν να το υγραίνουν.)

Το ξέρω, έχεις φέρει τον μικρό να παίξει στην πλατεία. Βαριέσαι. Κάθε Σάββατο πρωί τα ίδια... Ο μικρός να παίζει στην πλατεία κι εσύ στην εφημερίδα σου. Άλλο ένα Σάββατο χαμένο.

(Το μέτωπό του μια κυλά ήρεμα και μια τινάζεται, χωρίς όμως να χάνει την επαφή με το παράθυρο. Τα χνώτα αυξάνονται.)

Μα κοίταξε και κάπου αλλού! Εκείνη η κυρία στο διπλανό παγκάκι, δεξιά σου όχι αριστερά σου, δε βαριέται να σε κοιτάει. Δε σε χορταίνει, για την ακρίβεια. Το ξέρω, κι οι δύο άντρες είμαστε, δεν είναι και η ωραιότερη — μα μια ματιά θα μπορούσες να της ρίξεις. Να σπάσει η μονοτονία, ρε αδερφέ! Να αλλάξει κάτι στη ζωή μου... Να ζήσω μέσα από σένα...

Η κάμερα ανεβαίνει αργά προς τα πάνω. Διαγράφεται ένα λιτό, λευκό δωμάτιο με ένα κρεβάτι λευκό κι αυτό. Κάποιος με το μέτωπο ακουμπάει στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Φοράει έναν ζουρλομανδύα.

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Ο γέρος

Ηλικιωμένος σέρνει τα πόδια του στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Καλοντυμένος, κρατά στο άλλο του χέρι μία ανθοδέσμη. Φτάνει στη στάση, αρνείται ευγενικά να καθίσει και περιμένει στωικά. Το χρώμα του ουρανού ταιριάζει με το γκρι κουστούμι του.

Στο λεωφορείο κάθεται. Ακουμπά την ανθοδέσμη με προσοχή στα γόνατά του, ενώ κρατά το μπαστούνι όρθιο στον διάδρομο. Στο βάθος κάποιοι έφηβοι γελούν δυνατά σπάζοντας τη συνηθισμένη σιωπή τού δρομολογίου.

Κατεβαίνει. Σέρνει και πάλι τα πόδια του στηριζόμενος στο μπαστούνι. Στη γωνία σταματά. Σκύβει με δυσκολία κι αφήνει κάτω την ανθοδέσμη. Ανασηκώνεται. Βάζει το χέρι στην τσέπη και ξετυλίγει ένα απόκομμα εφημερίδας. Άνεμος σηκώνεται δυνατός και το αρπάζει. Το απόκομμα φεύγει, πετάει ψηλά κι ο γέρος αποκαμωμένος μένει να το κοιτάει.

«Τι είναι αυτό, Ασπασία; Για δώσ' το μου.»
Η μικρή τρέχει στη μάνα της και το δίνει. Η μάνα ξετυλίγει το απόκομμα και διαβάζει:
«Ασυνείδητος οδηγός παρέσυρε κι εγκατέλειψε ορφανό κορίτσι».

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Καλοκαιρινή μέρα

Πρωί. Για την ακρίβεια, ξημερώματα καλοκαιρινής μέρας. Ο ήχος ακούγεται οικείος αλλά και παράταιρος, ανοίκειος θα έλεγα. Σε αιφνιδιάζει καθώς σε ξυπνά ιδρωμένο πάνω στα σεντόνια. Στην αρχή δεν καταλαβαίνεις την ύπαρξή του, μα τον ακούς ολοένα και πιο καθαρά. Απορείς, δεν καταλαβαίνεις τι είναι. Ύστερα, όταν υποχωρήσει η θολούρα του ύπνου, σε ξαφνιάζει. Ειδικά όταν συνειδητοποιείς πως δεν είναι ένα ψιλόβροχο, μα μια πραγματική καταιγίδα.

Αργότερα βλέπεις τα απομεινάρια. Ίχνη διαγράφονται καθαρά στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στα αυτοκίνητα. Παντού νερό. Οικεία σκηνή μα και παράταιρη, ανοίκεια. Εικόνες άλλης εποχής, άλλου καιρού. Κι όμως είναι εκεί. Τα μάτια σου αδιάψευστοι μάρτυρες.

Τελικά κατά το μεσημέρι όλα έχουν γίνει οικεία. Η λαμπρότητα του ήλιου, η ζέστη, η οσμή του αέρα που ορμά στα ρουθούνια σου, η δική σου νωθρότητα· όλα μαρτυρούν το καλοκαίρι. Μόνο κάποιες λακκούβες υγρές, που ο απρόσεκτος διαβάτης δε θα τις προσέξει, λαμπυρίζουν και μαρτυρούν τη μοιχεία που διαπράχτηκε το ξημέρωμα.